Κρητική Μουσική : Aρχείο

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2006

Κρητική Μουσική

Κρητική μουσική


Κρητική Βυζαντινή και Παραδοσιακή Μουσική



[περίληψη-διασκευή του Βασίλη Παπουτσάκη πάνω στο αντίστοιχο κεφάλαιο του Κρήτη:Ιστορία και Πολιτισμός (1988), γραμμένο από τον Γιώργο Αμαργιανάκη]



1.Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εκκλησιαστική μουσική



Επί Ενετοκρατίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να στηρίξει το ορθόδοξο φρόνημα, στέλνει στην Κρήτη, μεταξύ άλλων και εκπροσώπους της εκκλησιαστικής μουσικής. Με την πτώση του Βυζαντίου, η πορεία της εκκλησιαστικής μουσικής κάμπτεται και η μουσική δραστηριότητα μεταφέρεται σε άλλες, ελεύθερες ακόμη, περιοχές, όπως τη Μολδαβία, τη Σερβία, την Κύπρο και την Κρήτη, όπου βρίσκουν καταφύγιο πολλοί βυζαντινοί λόγιοι και μουσικοί, όπως οι μελοποιοί Ιωάννης Λάσκαρης, Ιωάννης Φωκάς, Μανουήλ Δούκας ο Χρυσάφης, Ιωάννης Πλουσιαδηνός[(1429-1500), μετέπειτα μητροπολίτης Μεθώνης Ιωσήφ] και Ακάκιος Χαλκιόπουλος. Από τα μέσα του 16ου αι. έως τα μέσα του 17ου εμφανίζονται στην Κρήτη μια πλειάδα νέων μουσικών-μελοποιών που συμβάλλουν στη συνέχιση και ανανέωση της εκκλησιαστικής μουσικής. Όπως οι Αντώνιος Επισκοπόπουλος, Βενέδικτος Επισκοπόπουλος, Κοσμάς Βαράνης, Ιγνάτιος Φριέλος, Αλοϊσιος Βικιμάνος, Εμμανουήλ Δέκαρχος, Γεράσιμος Βλάχος και Δημήτριος Νταμίας. Σε πολλές συνθέσεις τους προτάσσονται επικεφαλίδες, όπως «ιδιόμελα…καθώς γράφονται και ψάλλονται παρά του κυρ Ιωάννου του Φριέλου» ή «καθώς ψάλλονται παρά των Κρηταίων». Οι επικεφαλίδες αυτές υποδηλώνουν ότι στα τέλη του 16ου αι. έχει διαμορφωθεί στην Κρλητη ένα ιδιότυπο εκκλησιαστικό μουσικό ύφος με στοιχεία από την Ορθόδοξη ανατολή, τη ντόπια παράδοση και τη Ρωμαιοκαθολική Δύση. Το 1669 με την ολοκληρωτική κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, πολλοί Κρήτες κατέφυγαν στα Επτάνησα όπου μετέφεραν και την ιδιότυπη μουσική τους παράδοση, γνωστή έκτοτε ως κρητική ή κρητοεπτανησιακή μουσική. Μετά το 1669 η μουσική πρόοδος αναστέλλεται. Έκτοτε εμφανίζονται ελάχιστοι μελοποιοί. Στη μονή του Σινά ακμάζουν δύο σπουδαίοι Κρήτες μελοποιοί, ο Γεράσιμος ο Κρήτας (περίπου 1700) και ο Μελέτιος Σιναϊτης ο νέος (τέλη 18ου αι.)



2. Δημοτική μουσική



Η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης αποτελεί ιδιαίτερο πολιτιστικό στοιχείο της Κρήτης. Άλλα τραγούδια της Κρήτης είχαν καθαρά τοπική διάδοση και άλλα παγκρήτια. Στα τοπικά ανήκουν τα «ριζίτικα» της Δυτικής Κρήτης. Πιστεύεται ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα χωριά που βρίσκονται στις «ρίζες» δηλ. στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν ξεχωριστή ομάδα δημοτικών τραγουδιών που περιλαμβάνει όλα τα είδη των δημοτικών τραγουδιών των άλλων ελληνικών περιοχών, πλην του κύκλου των «κλέφτικων» (σύμφωνα με έρευνες των και ταξινομήσεις του Νικόλαου Πολίτη, του Στίλπωνος Κυριακίδη και του Δημήτριου Λουκάτου). Τα ριζίτικα που το κείμενό τους έχει εμφανή ακριτικά στοιχεία προέρχονται μάλλον από τη Βυζαντινή περίοδο, ενώ άλλα με πραγματιστικά στοιχεία, από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Διακρίνεται ένα τρίτο στρώμα από την εποχή της τουρκοκρατίας και ένα νεότερο που αναφέρεται σε γεγονότα του 20ου αι., όπως μάχη της Κρήτης, Κατοχή και Αντίσταση, Εμφύλιος κ.λπ. Οι Κρητικού διακρίνουν τα ριζίτικα σε δυο μεγάλες κατηγορίες : της τάβλας και της στράτας. Της τάβλας τραγουδιούνται μόνο σε τραπέζι συμποσίου με αφορμή κάποιο ευτυχές γεγονός, χωρίς συνοδεία οργάνων, ενώ της στράτας πάντοτε σε πορεία με τη συνοδεία οργάνων. Ειδικότερα της τάβλας εκτελούνται χορωδιακά και αντιφωνικά από δύο ανδρικούς χορούς τραγουδιστών, που συγκροτούνται αυτομάτως με το κάθισμα των συνδαιτυμόνων στο τραπέζι. Κάποιος από τον πρώτο χορό ξεκινά με την πρώτη μουσική στροφή ενός τραγουδιού που καλύπτει ενάμισυ δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο, ενώ οι υπόλοιποι τραγουδιστές του ίδιου χορού συνοδεύουν με χαμηλότερη φωνή. Η ίδια στροφή και με τον ίδιο τρόπο επαναλαμβάνεται από το δεύτερο χορό. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται μέχρι να τελειώσει το τραγούδι, οπότε ο τραγουδιστής του πρώτου χορού υψώνοντας το ποτήρι του, λέει «όλο γειά μας», που σημαίνει ότι τελείωσε το τραγούδι του, οπότε μπορεί άλλος τραγουδιστής να ξεκινήσει διαφορετικό τραγούδι. Για να δοθεί η ευκαιρία σε περισσότερους τραγουδιστές να τραγουδήσουν και να ακουστούν περισσότερα τραγούδια, εκτελούν συνήθως χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό, τρεις μόνο στροφές από κάθε τραγούδι.
Στα τραγούδια της στράτας εκτελούνται, κατά κανόνα, όλοι οι στίχοι των πολύστιχων τραγουδιών και μάλιστα με επανάληψη δυο και τρεις φορές, κάθε μουσικής στροφής, που εδώ καλύπτει ένα ημίστιχο του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου. Έτσι ένα τραγούδι διαρκεί μία ώρα και παραπάνω. Όσον αφορά τη μουσική τους τα ριζίτικα είναι μονοφωνικά και τροπικά. Τα ριζίτικα γενικά δεν υπερφορτώνονται με μελίσματα(μελωδικά στολίδια) για να μην αλλοιώνονται οι παραδοσιακές μελωδικές γραμμές. Έχουν διαπιστωθεί σαράντα περίπου πρότυπες μελωδίες πάνω στις οποίες εκτελούνται κατά ομάδες όλα τα άλλα ριζίτικα τραγούδια. Πάνω στη μελωδία π.χ. του τραγουδιού «ο Διγενής Ψυχομαχεί» τραγουδιούνται 45 άλλα ριζίτικα τραγούδια. Στα ριζίτικα υπάρχουν στερεότυπες μελωδικές φράσεις (φόρμουλες), οι οποίες επαναλαμβάνονται αυτούσιες ή ελαφρά παραλλαγμένες σε πολλές μελωδίες.



Στην κατηγορία των τραγουδιών με παγκρήτια διάδοση ανήκουν οι λεγόμενες «ρίμες», πολύστιχα σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους ομοιοκατάληκτα ποιήματα, με μορφή αφηγηματική και περιεχόμενο ιστορικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, ερωτικό κ.λπ. οι φορείς τους είναι λαϊκοί συνήθως ποιητές, «οι ριμαδόροι», οι οποίοι, έχοντας στοιχειώδη συνείδηση της προσωπικής δημιουργίας, σε αντίθεση με τους ποιητές του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού, αποκαλύπτουν στις ρίμες τους το όνομά τους και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα δίστιχα, σε ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, κοινώς «μαντινάδες». Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης του κρητικού λαού. Βασικοί φορείς του είναι οι λαϊκοί λυράρηδες, οι ριμαδόροι και οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συνηθίζουν να τραγουδούν με θαυμαστή ευχέρεια στα γλέντια τους διάφορα δίστιχα, άλλοτε παραδοσιακά και άλλοτε αυτοσχέδια, ανάλογα με την περίσταση. Τραγουδιούνται πάνω σε διάφορους μελωδικούς σκοπούς, από τους οποίους άλλοι είναι χορευτικοί και άλλοι εξυπηρετούν καθαρά και μόνο το τραγούδι. Η διάκριση των τραγουδιών κατά κατηγορίες δε γίνεται με βάση το ποιητικό κείμενο, που κάθε φορά είναι διαφορετικό, αλλά με βάση το μέλος, που αν και επιδέχεται καλλωπισμούς, με τη μέθοδο του περιορισμένου αυτοσχεδιασμού, ωστόσο παραμένει αμετάβλητο ως προς τον βασικό μελωδικό πυρήνα του.


Πρέπει να προστεθεί ότι αρκετά στιχουργήματα λόγιας προέλευσης , όπως «ο Ερωτόκριτος», «η Θυσία του Αβραάμ», «η Βοσκοπούλα» και διάφορα «Κάλαντα» έχουν περάσει στο ρεπερτόριο της παραδοσιακής μουσικής και τραγουδιούνται ως δημοτικά τραγούδια.





Από τους κρητικούς χορούς οι περισσότερο διαδεδομένοι είναι ο συρτός, γνωστός και ως χανιώτικος συρτός, ο καστρινός πηδηκτός, η σούστα και ο πεντοζάλης (σιγανός και γρήγορος). Παράλληλα υπάρχουν και άλλοι με καθαρά τοπικό χαρακτήρα και πολύ περιορισμένη διάδοση, όπως ο ζερβόδεξος, ο αγκαλιαστός κ.ά. Για τους κρητικούς χορούς πληροφορίες στο :

Κρητικοί Χοροί : Ζεμπίλης Στέλιος Μαυρομανωλάκης Νικήτας

Οι χοροί αυτοί παίζονται με λύρα ή βιολί με τη συνοδεία λαγούτου ή κιθάρας. Δεν έχουν αυστηρά καθορισμένη μορφολογική δομή. Αποτελούνται από μικρές, αυτόνομες και απλές ως προς τον πυρήνα τους μελωδικές φράσεις, τις κοντυλιές, που επιδέχονται καλλωπισμούς με τη μέθοδο του περιορισμένου αυτοσχεδιασμού και μπορούν να συνδυαστούν κατά ποικίλους τρόπους. Η μελωδία κάθε χορού έχει τη δική της κοντυλιά. Αυτή την κοντυλιά επαναλαμβάνει, μεταβάλλει και καλλωπίζει κάθε λυράρης. Ανάλογα με την ψυχική του διάθεση, τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες, τις ικανότητες του τραγουδιστή, τις απαιτήσεις της περίστασης και των ακροατών, ο λυράρης μεταβάλλει τη μελωδία χωρίς να την αλλοιώνει. Έτσι καταθέτει την προσωπική του άποψη, προσφέρει ένα διαφορετικό άκουσμα και διεγείρει το ενδιαφέρον των ακροατών του. Ο λαουτιέρης, με τη σειρά του δεν περιορίζεται σε μια απλή και μηχανική συνοδεία της λύρας. Ο ταλαντούχος λαουτιέρης συχνά απομακρύνεται από το λυράρη, αυτοσχεδιάζει πάνω στις δεδομένες κοντυλιές, προσέχοντας να συμπέσει με το λυράρη στο τέλος της μουσικής φράσης.


Στην ανατολική Κρήτη η μουσική είναι πιο λυρική και έντεχνη εξαιτίας του Ευστράτιου Καλογερίδη(1883-1960), ο οποίος κατέγραψε τους αυτοσχεδιασμούς του στο πεντάγραμμο και τους έδωσε μόνιμη και τεχνικότερη μορφή. Έτσι χωρίς να απομακρυνθεί από την παράδοση, έφτιαξε «έντεχνες λαϊκές συνθέσεις», οι οποίες παίζονται ακόμα και σήμερα ως «κοντυλιές του Καλογερίδη». Οι κοντυλιές βέβαια του Καλογερίδη που ακούμε από λαϊκούς καλλιτέχνες δεν είναι ακριβώς εκείνες της παρτιτούρας αφού οι λαϊκοί οργανοπαίκτες δε γνωρίζουν από παρτιτούρες. Αυτό σημαίνει ότι μαθαίνουν τις κοντυλιές από την προφορική παράδοση και τις φιλτράρουν με το προσωπικό τους άκουσμα και το δικό τους παίξιμο. Την παράδοση αυτή συνέχισε ο Κώστας Μουντάκης ο οποίος με τη σειρά του πέρασε σε παρτιτούρες τη μουσική της δυτικής Κρήτης, μουσική με λιγότερα λυρικά στοιχεία και περισσότερο δωρικό χαρακτήρα. Ο Κώστας Μουντάκης προσπάθησε να μεταδώσει ακριβώς τα αποτελέσματα των εργασιών του, διδάσκοντας πλήθος νέων λυράρηδων, μουσική και λύρα.



Αυτοσχεδιασμός γίνεται και στα τραγούδια που χρησιμοποιούνται από ένα κρητικό συγκρότημα. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου κάθε μελωδία συνδέεται με ένα σταθερό ποιητικό κείμενο, στην Κρήτη ούτε οι μελωδίες είναι σταθερές ούτε τα ποιητικά κείμενα. Συνήθως μάλιστα οι τραγουδιστές αυτοσχεδιάζουν τα δίστιχα που χρησιμοποιούν. Τα εμπνέονται δηλαδή εκείνη τη στιγμή ή κάνουν δικούς τους συνδυασμούς γνωστών δίστιχων. Αλλά και οι χορευτές αυτοσχεδιάζουν. Κυρίως οι πρωτοχορευτές προσθέτουν δικές τους φιγούρες ανάλογα με τη διάθεσή τους, το ταλέντο τους και τις σωματικές τους ικανότητες.




3. Παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα



Ι. Χορδόφωνα



α). Αχλαδόσχημη λύρα. Συναντάται σε τέσσερις τύπους, το λυράκι, την κοινή λύρα, τη βροντόλυρα και τη βιολόλυρα. Διαφέρουν ως προς το μέγεθος, τη χρήση και τον ήχο που παράγουν. Έχουν τρεις χορδές εντέρινες ή μεταλλικές που κουρδίζονται κατά πέμπτες καθαρές ή αλά τούρκα (δηλ. κατά διαστήματα τέταρτης και πέμπτης καθαρής). Όλες οι λύρες παίζονται με τόξο, στο οποίο μερικές φορές κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, τα γερακοκούδουνα, που συνοδεύουν ευχάριστα τη λύρα. Η βιολόλυρα δημιουργήθηκε γύρω στα 1925, με εμφανείς επιδράσεις από το βιολί. Η λύρα είναι γνωστή στην Ελλάδα από τον 9ο αι., είναι άγνωστο όμως πότε άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κρήτη.



β). Βιολί. Συνοδεύει τη λύρα κυρίως στις ανατολικές επαρχίες.



γ). Λαούτο. Έχει τέσσερα ζεύγη χορδές, παλαιότερα εντέρινες, σήμερα μεταλλικές, που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Συνοδεύει αρμονικά και ρυθμικά τη λύρα ενώ μερικές φορές σολάρει για να ξεκουραστεί ο λυράρης ή ο βιολιστής.



δ). Μαντολίνο. Συνοδεύει τη λύρα στη μεσοανατολική κυρίως Κρήτη.



ε). Κιθάρα. Συνοδεύει σχεδόν αποκλειστικά το βιολί.



στ). Μπουλγκαρί. Ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων. Η χρήση του σήμερα είναι πολύ περιορισμένη. Παλιότερα ήταν πολύ διαδεδομένο όργανο μελωδίας και συνοδείας της λύρας.



ΙΙ. Αερόφωνα



α). Φτιαμπόλι (λέγεται και θιαμπόλι, φθιαμπόλι, παμπιόλι, μπαμπιόλι, χαμπιόλι, σφυροχάμπιολο, σφυροχάμπουλο, πειροχάμπιολο και γλωσσοχάμπιολο). Είναι είδος φλάουτου με λοξοκομμένο το μέρος όπου φυσάει ο παίκτης και κλεισμένο με τον «πείρο ή σούρο», ένα είδος τάπας με λεπτή σχισμή για να περνά ο αέρας. Εκεί που τελειώνει ο πείρος υπάρχει μια τετράγωνη τρύπα και λίγο πιο κάτω υπάρχουν έξι τρύπες ανώ από την ανάποδη υπάρχει μια τρύπα. Είναι κατεξοχήν ποιμενικό όργανο και παίζεται συνήθως μόνο του.



β). Μπαντούρα ή μαντούρα. Είναι είδος κλαρινέτου που φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη. Παραλλαγή της μπαντούρας είναι η διπλομπαντούρα ή τζυμπραγιά μπαντούρα, που στην πραγματικότητα είναι δυό μπαντούρες δεμένες και παιζόμενες μαζί.


γ). Ασκομπαντούρα ή ασκομαντούρα ή φλασκομπαντούρα, παλαιότερα γνωστή ως άσκαυλος. Παίζεται συνήθως σε ανοικτό χώρο μόνη της ή με τη συνοδεία λαούτου ή μικρού νταουλιού. Παλιότερα ήταν πολύ διαδεδομένο όργανο στην Κρήτη ενώ σήμερα τείνει να εκλείψει.




ΙΙΙ. Μεμβρανόφωνα




α). Νταουλάκι. Πρόκειται για μικρό νταούλι που παίζεται με δυο ραβδάκια, τα νταουλόξυλα. Συνοδεύει ρυθμικά τη λύρα ή το βιολί. Παλιότερα ήταν ευρύτατα γνωστό, ιδίως στην ανατολική Κρήτη, ενώ σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.



Μια δεύτερη άποψη για την Κρητική μουσική


θα βρείτε στο


Συνοπτικό διάγραμμα της ιστορίας της λαϊκής («παραδοσιακής») κρητικής μουσικής από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα

Δεν υπάρχουν σχόλια: