Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2006

Ενετοκρατία στην Κρήτη (1211 – 1669)

Ενετοκρατία στην Κρήτη (1211 – 1669)

[περίληψη του αντίστοιχου κεφαλαίου στο : Κρήτη :Ιστορία και Πολιτισμός, του Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης(1988), της Χρύσας Α. Μαλτέζου]
[προσαρμογή περίληψης Βασίλης Παπουτσάκης]

Επί αυτοκράτορος Ισαάκιου Β’ Άγγελου(1185-1195), το Βυζάντιο βρίσκονταν σε πλήρως ασταθή και άθλια κατάσταση. Ο Ισαάκιος έκλεινε συμφωνίες επιβλαβείς για την οικονομία, το εμπόριο και το μέλλον της αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο αδερφός του Αλέξιος Γ’, καταδίωξε τον Ισαάκιο και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο. Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος Άγγελος, προκειμένου να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πατέρα του, κατέφυγε στον ηγέτη της Δ’ Σταυροφορίας Βονιφάτιο, μαρκίωνα του Μομφερράτου. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του, του παραχώρησε εδάφη. Μέσα στα εδάφη αυτά ήταν και η Κρήτη(σύμφωνα με την παράδοση τον Αλέξιο συνόδευαν Κρήτες που συνυποσχέθηκαν τη μεγαλόνησο). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, στη διανομή εδαφών της διαμελισμένης αυτοκρατορίας, δεν συμπεριλαμβάνονταν η Κρήτη γιατί ανήκε ήδη στον Βονιφάτιο. Λίγους μήνες μετά ο Βονιφάτιος για να πετύχει υην υποστήριξη της Βενετίας στη διαμάχη του με τον Βαλδουιίνο της Φλάνδρας, παραχώρησε την Κρήτη στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου (Ενετούς) αντί του ποσού των 1000 αργυρών μαρκών. Το 1206 ο γενουάτης Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε την Κρήτη. Ακολούθησε σκληρότατος πόλεμος μεταξύ Ενετών-Γενουατών που κράτησε πέντε χρόνια και τελείωσε το 1211 με την οριστική επικράτηση των Ενετών. Έτσι ξεκινά μια περίοδος 450 ετών Ενετοκρατίας και 700 ετών ξενοκρατίας.



Eπί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα:Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου ήταν χωρισμένο σε τρεις καστελλανίες : Milopotamo, San Basilio και Amari . Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς, καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης . Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας με δύο συμβούλους(consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση(regimen). Ο δούκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι ρέκτορες(rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο προνοητής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπιτάνιος(capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε δικό του ταμείο(camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι(giustiziarii) και οι αστυνόμοι(domini di nocte). Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια(capitularia), λεπτομερώς. Οι καστελλάνοι όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών. Απαγορεύονταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών(Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο(Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών(Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων. Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων.


Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ’ το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών.


Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς(nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απενέμετο με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου.

Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini , burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου(plebe , populari ή populani , villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων.


Πρέπει να σημειωθεί μια χωριστή ομάδα πληθυσμού, η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.




Εξέγερση Αλέξιου Καλλέργη στο Μυλοπόταμο το 1283

Το 1283 άρχισε στην Κρήτη η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Στην πραγματικότητα προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτατα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε πολύ καλά ότι και η ανεξαρτησία της Κρήτης ήταν αδύνατη αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο επίσης αδύνατο. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των παροίκων και του κλήρου και ξεκίνησε το σύστημα μικροπολέμου(guerilla), με το οποίο καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Επί δέκα χρόνια ακολούθησε την ίδια τακτική. Αυτό το διάστημα ξέσπασε και ο βενετογενουατικός πόλεμος. Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ότι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του 1299. Με αυτήν η Ενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία. Στον Καλλέργη επιστράφηκαν τα κτήματά του και του παραχωρήθηκαν και άλλα. Μπορούσε να τα παραχωρήσει σε όποιον ήθελε, μπορούσε να διατηρεί άλογα, να απελευθερώνει παροίκους, να κυκλοφορεί ελεύθερα στις πόλεις και στα φρούρια και να δέχεται κανίσκια. Ο Καλλέργης αποκτούσε το δικαίωμα να πακτώσει τα μοναστήρια του δημοσίου και του λατινικού πατριαρχείου, καθώς και τις επισκοπές Μυλοποτάμου και Καλαμώνος. Επιτρέπεται να εγκατασταθεί στην περιοχή του Αρίου Έλληνας επίσκοπος. Δικαιούνταν οι Κρητικοί να μεταβαίνουν εκτός Κρήτης για να χειροτονηθούν και ορίστηκε οι παπάδες, οι διάκονοι και τα παιδιά τους, εφόσον δεν ήταν πάροικοι, να μην είναι «διακρατημένοι πάροικοι». Η δυνθήκη της Βενετίας με τον Αλλέξιο Καλλέργη υπήρξε επωφελής για όλους τους Κρητικούς, άρχοντες, κλήρο και παροίκους. Κατοχυρώθηκαν τα προνόμια των αρχόντων μέσα στο ενετικό καθεστώς. Ο Καλλέργης ισχυροποιείται απέναντι στους Ενετούς και απέναντι στους υπόλοιπους άρχοντες. Το 1304 πουλά στη Βενετία 60.000 μουζούρια σιτάρι. Το 1381 η Βενετία παραχώρησε το προνόμιο της βενετικής ευγένειας στο γιο του Αλεξίου, Γεώργιο Καλλέργη


Επαναστάσεις επί Ενετοκρατίας

Οι Κρητικοί με την προοπτική «άλωσης» της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την αναμενόμενη «πτώση» της, δέθηκαν περισσότερο με τους τοπικούς άρχοντες (οι οποίοι κατάγονταν από βυζαντινές οικογένειες) και τον κλήρο. Οι αριστοκρατικές αυτές οικογένειες διέθεταν μεγάλη οικονομική και κοινωνική δύναμη και μαζί με τον κλήρο ασκούσαν τεράστια επιρροή στον τοπικό πληθυσμό. Οι εξεγέρσεις στην Κρήτη(που στο σύνολό τους αριθμούν 27) ξεκίνησαν από την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και είναι σίγουρο ότι ανάγκασαν τους Ενετούς να τροποποιήσουν ή και να εγκαταλείψουν, αρκετές φορές, τα αρχικά τους σχέδια για το νησί. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών ήταν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι ωστόσο δεν εξεγέρθηκαν ποτέ όλοι μαζί. Ήδη από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου είχαν αναδειχθεί τεράστιες διαφορές μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Όλοι τους ήταν φορτισμένοι με την βυζαντινή-αριστοκρατική τους καταγωγή, ενώ μερικοί από αυτούς είχαν εξελιχθεί σε ισχυρούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες με ισχυρές αυτονομιστικές τάσεις, αρνούμενοι να υπακούσουν σε κάποιο κέντρο αποφάσεων. Έτσι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιτάξουν κοινό μέτωπο επαναστατών κατά των Ενετών.

Εν συντομία οι επαναστατικές κινήσεις των Κρητών, έχουν ως εξής:

1211 – επαναστατικό κίνημα Αγιοστεφανιτών στο Μιράμπελλο και στη Σητεία. Συνθηκολόγησαν τέλη 1212

1219 – ο Βενετός Πέτρος Filocaveno, κλέβει τα άλογα του άρχοντα Ιωάννη Σκορδίλλη Σκαντζέα στο Biniparo(Μονοπάρι) του Ρεθύμνου. Οι Σκορδίληδες κατέφυγαν στον Δούκα της Κρήτης, ο οποίος και δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για το συμβάν. Τότε άρχισαν επίθεση εναντίον των Ενετών που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Κρήτη. Το ίδιο έτος υπεγράφη συνθήκη με την οποία οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί κέρδισαν χρήματα και χωράφια. Ορίστηκαν στρατιωτικές υποχρεώσεις και για τους Κρητικούς, οι βιλλάνοι μπορούσαν να παντρεύονται ελεύθερα, να προικίζουν τις θυγατέρες τους, να γίνονται μοναχοί ή ιερείς, να δωρίζουν την περιουσία τους σε μοναστήρια, μπορούσαν να προσφεύγουν στο Δούκα όταν οι Βενετοί τους αδικούσαν και χορηγήθηκε γενική αμνηστία. Οι Ενετοί εγκαινιάζουν διαλλακτική στάση απέναντι στις επαναστάσεις στην Κρήτη και πολιτική συνθηκολογήσεων. Εγκαταλείπουν, μόλις οχτώ χρόνια μετά την «κατάκτηση» της Κρήτης, τα αρχικά τους σχέδια. Η τοπική αριστοκρατία ενσωματώνεται στους κόλπους του ενετικού καθεστώτος, διατηρώντας προνόμια και οικονομική εξουσία.

1224 – οι Μελισσηνοί με νέα εξέγερση μεγαλώνουν τα φέουδά τους

1228 – κίνημα Σκορδίληδων και Μελισσηνών με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Ρέθυμνο, τον Μυλοπόταμο και το Καινούργιο. Τελικά στους αρχηγούς της επανάστασης Νικόλαο Δαιμονογιάννη και Μιχαήλ Μελισσηνό παραχωρήθηκαν φέουδα

1233 – ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη των δύο Συβριτών, σύμφωνα με την οποία τα κτήματα των αρχόντων διατηρούνται ανέπαφα και ορίζονται τα εδάφη όπου οι Κρητικοί μπορούν να σπείρουν και να βοσκήσουν

1265 – ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος αναγνώρισε την κατοχή της Κρήτης από τους Ενετούς

1272-1278, κίνημα Γεώργιου και Θεόδωρου Χορτάτζη στο Ρέθυμνο. Ο Γεώργιος Χορτάτζης σκότωσε έναν φιλοβενετό Κρητικό. Αρνήθηκε να παρουσιαστεί στις βενετικές αρχές και κήρυξε επανάσταση εναντίον των Ενετών. Μετά από αρκετές νίκες, τελικά οι Χορτάτζηδες ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Κατέφυγαν στον αυτοκράτορα ο οποίος και τους εγκατέστησε στα παράλια της Μικράς Ασίας.

1283 – κίνημα Αλέξη Καλλέργη στο Μυλοπόταμο. Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών.

1319 – επανάσταση στα Σφακιά

1330 – εξέγερση στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου με αρχηγό τον Βάρδα Καλλέργη, εξαιτίας της έκτακτης φορολογίας και των καταχρήσεων των Βενετών φοροεισπρακτόρων.

1341- 1349 – επανάσταση Λέοντος Καλλέργη και Ψαρομιλήγγων

1363-1366 – αποστασία Αγίου Τίτου. Δύο βενετικές οικογένειες ( Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες , κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού. Δούκας εξελέγης ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι βενετοί επαναστάτες αποκεφαλίστηκαν ως proditores rebelles. Οι Καλλέργηδες ηττήθηκαν το 1367 στα Σφακιά.

1460-1462 – ισχυρή συνωμοτική κίνηση από το Σήφη Βλαστό, ευγενή του Ρεθύμνου, με μεγάλο αριθμό αφοσιωμένων οπαδών, που αντιδρούσαν στη βίαιη επιβολή της ένωσης των δύο εκκλησιών. Έχει προηγηθεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στη σύλληψη των επαναστατών και τη διάλυση της συνωμοσίας βοήθησαν οι φιλοβενετοί Καλλέργηδες και Γαβαλάδες και ο Εβραίος Δαβίδ Μαυρογόνατος.

Το 16ο αι. τα κινήματα στην Κρήτη έχουν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα έχει παρακμάσει και ωθούμενοι από τις βιοτικές τους ανάγκες προχωρούν σε διάφορες κινητοποιήσεις απαιτώντας ικανοποίηση διαφόρων πρακτικών αιτημάτων(διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος, όπου η κεντρική εξουσία διατηρούσε την ψιλή κυριότητα. Οι Κρητικοί γενικά ταυτίζονταν με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπάρχει ακόμα επί Ενετοκρατίας, απλά ο Κρητικός ταυτίζει την αυτοκρατορία με την ορθοδοξία. Το χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα του Κρητικού βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο με το ξένο, ετερόδοξο καθολικό και αυτή η διαφορά αρχίζει να θέτει της βάσεις της εθνικής συνείδησης.



Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε στην Κρήτη ερμηνεύεται από τις αυτονομιστικές τάσεις των βυζαντινών γαιοκτημόνων (οι οποίοι εκπροσωπούν στη Κρήτη τα «δώδεκα βυζαντινά αρχοντόπουλα» του «κυρ Φωκά» οι οποίοι θεωρούσαν, ακόμα και μετά την άλωση της Πόλης ότι είχαν συγγενικούς δεσμούς με τους αυτοκράτορες) και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο (αφού αυτός ταυτίζεται με συναισθηματικά αυτοκρατορικά ιδεώδη), από τον αντιστασιακό χαρακτήρα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Γι’ αυτό η Κρήτη είναι ο μόνος λατινοκρατούμενος ελληνικός χώρος που διακήρυξε ανοικτά την αντίθεσή της στην ξένη ενετοπαπική κατοχή. Εξάλλου η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους βυζαντινούς αυτοκράτορες(«επί της βασιλείας των ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων»). Γι’ αυτό κυριαρχεί η βυζαντινή τεχνοτροπία το 14ο και 15ο αι. παντού αλλά και οι κτητορικές επιγραφές μνημονεύουν ονόματα βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Η Βενετία βλέποντας ότι η πολιτική της κυριαρχία κινδυνεύει στην Κρήτη, εξαιτίας της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απαγόρευσε χειροτονίες ιερέων, κατάργησε τις ορθόδοξες επισκοπές και αφαίρεσε περιουσίες από εκκλησίες και μονές. Στη θέση των ορθόδοξων επισκόπων τοποθετήθηκαν Λατίνοι, προϊστάμενοι του κλήρου ορίστηκαν πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, μισθοδοτούμενοι από το κράτος στο οποίο δήλωναν πίστη. Η προσπάθεια επιβολής στους κρητικούς του φλωρεντιανού όρου πίστης δημιούργησε φανατική αντίδραση στις παπικές διαθέσεις και απέδειξε την πλήρη ταύτιση του κρητικού πληθυσμού με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και κατά προέκτασιν πολιτικές διαφορές των Κρητών με τους κατακτητές τους. Αντέδρασε δηλαδή η Κρήτη στην αφομοίωση από τους κατακτητές και στη λήθη της κοινής καταγωγής. Το θρησκευτικό συναίσθημα δηλαδή δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Γι΄ αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης και ότι όφειλε να διαφυλάξει ό,τι πολυτιμότερο είχε απομείνει από τη βυζαντινή κληρονομιά.



Ο πληθυσμός της Κρήτης επί Ενετοκρατίας ήταν περίπου 200.000 κάτοικοι.
Συγκεκριμένα

το 1510 είχε 300.000, το 1534 είχε 175.268, το 1571 παρουσιάζεται με 160.000. το 1575 έχει 1070 χωριά και 219.000 κατοίκους και το 1577 έχει 183.798. Το 1583 ο Πέτρος Καστροφύλακας κατέγραψε συστηματικά τον πληθυσμό του νησιού, οπότε το διαμέρισμα του Χάνδακα αναφέρεται με 84.158 κατοίκους, της Σητείας με 22.312, το διαμέρισμα των Χανίων με 48.790 και το διαμέρισμα του Ρεθύμνου με 46.400 κατοίκους. Το 1627, 1639, και 1644 το νησί καταγράφεται με 192.725, 254.00 και 287.165 κατοίκους αντίστοιχα. Στα χωριά κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες ενώ στις πόλεις Ενετοί φεουδάρχες, Ιταλοί έμποροι και Εβραίοι.

Ο ‘μαύρος θάνατος’ δηλαδή η πανώλη έπληττε κατά καιρούς την Κρήτη με αποτέλεσμα να αποδεκατίζεται ο πληθυσμός, κυρίως στα χωριά. Κατά διαστήματα οι Ενετοί αναγκάζονταν να παραχωρούν φορολογικές απαλλαγές, ενετική υπηκοότητα και άλλα προνόμια για να προσελκύσουν πληθυσμό από τα χωριά στις πόλεις του νησιού. Επίσης αρκετές φορές έφταναν στην Κρήτη πρόσφυγες από αλλά μέρη της Ελλάδας που τις πιο πολλές φορές τους παραχωρούνταν προνόμια και γη. Το 1363, ύστερα από αίτημα του αρχιεπισκόπου Αρμενίων, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη δύο χιλιάδες Αρμένιοι που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Το 1543, η βενετική σύγκλητος αποφάσισε να αποζημιώσει τους κατοίκους της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου, που έχασαν τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου, παραχωρώντας τους εκτάσεις στο Λασίθι.


Ως τα τέλη του 15ου αι. οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένες πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Κρήτης. Η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν του 1471, που ο Τουρκικός στόλος κατέστρεψε πολλά χωριά της Σητείας. Το 1522 επιτέθηκαν στην Ιεράπετρα και το 1527, στα Χανιά. Το 1538, στη διάρκεια του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου, η τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, επιτέθηκαν σε ολόκληρη τη βόρεια Κρήτη, έκαψαν όλα τα χωριά γύρω από το Φόδελε και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε όλο σχεδόν το Μυλοπόταμο. Αυτή την περίοδο πολλοί Κρητικοί άρχοντες προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στους Ενετούς. Το 1567 είχαμε νέες λεηλασίες και αιχμαλωτισμούς από τους Τούρκους υπό τον Σουλτάν Σελήμ και το 1571 από τον Ουλούτς Αλή. Όλες αυτές οι επιθέσεις ανέδειξαν τον ανερχόμενο τουρκικό κίνδυνο και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε προχώρησαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και επί τη ευκαιρία στην ανέγερση διαφόρων δημόσιων κτιρίων. Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από τη Γαληνοτάτη για την κατασκευή των φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες.



Εμπόριο και οικονομία

Τα σημαντικότερα εξαγόμενα της Κρήτης ήταν το κρασί, το λάδι το τυρί και το σιτάρι της Μεσσαράς. Το σιτάρι της Μεσσαράς αποστέλλονταν στην Κάρπαθο, Σαντορίνη και Κύθηρα. Τα κρασιά ήταν φημισμένα στη Φλάνδρα, Πορτογαλία και στην Αγγλία. Επί Ερρίκου Η’, οι εξαγωγές κρητικών κρασιών στην Αγγλία είχαν τόσο αυξηθεί, που ο βασιλιάς αναγκάστηκε το 1522, να στείλει πρόξενο στην Κρήτη. Τα κρητικά τυριά κυκλοφορούσαν κυρίως στον ελληνικό χώρο, ενώ το κρητικό λάδι τις καλές χρονιές έφτανε τα πεντακόσια χιλιάδες μίστατα. Εκτός αυτών η Κρήτη παρήγαγε και μέλι, μπαμπάκι, σταφίδες, κερί, οπωρικά και ζαχαροκάλαμο. Αργότερα γνώρισε μεγάλη άνθιση η εξαγωγή ξυλόγλυπτων κάθε είδους. Από τη δύση εισάγονταν υφάσματα, κρύσταλλα, γυαλιά, χαρτί, καρφιά, μαχαιροπήρουνα, και από την Ανατολή έφταναν μπαχαρικά, φαρμακευτικά βότανα, αραβική γόμα, παστά και χαβιάρι. Τα κρητικά λιμάνια έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του ενετικού εμπορίου. Ο Χάνδακας αναφέρεται ως «anima» (ψυχή) της Βενετίας. Στον 14ο και 15ο αι. μεγάλη ακμή γνώρισε και το εμπόριο των σκλάβων στην Κρήτη. Στα έγγραφα του 13ου και 14ου αι., αναφέρονται πολλοί Κρητικοί ως έμποροι. Συνέταιροι είτε Βενετών ή Εβραίων. Το 1589 ο Ιωάννης Mocenigo, γράφει ότι οι Κρητικοί ταξιδεύουν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, Συρία, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Αιγαίο και άλλους τόπους της Τουρκίας με όλων των ειδών τα πλοία και τα καΐκια. Εκείνη την εποχή όταν γεννιόταν ένα παιδί λέγονταν ότι γεννιόταν ένας ναυτικός. Από το 16ο αι., η συνειδητοποίηση του τουρκικού κινδύνου, ανάγκασε τους Ενετούς να προσεγγίσουν τους ντόπιους. Έτσι έλαβαν μια σειρά από μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων και την ισότιμη συμμετοχή των Κρητικών στις οικονομικές δραστηριότητες. Η Κρήτη δεν είναι ένας απλός εμπορικός σταθμός αλλά τμήμα του Ενετικού κράτους. Παραχωρήθηκαν θρησκευτικές ελευθερίες με σκοπό τη συνεργασία σε κάποια αναμενόμενη πλέον τουρκική εισβολή. Η φεουδαρχία είχε παρακμάσει. Τα φέουδα είχαν κατατεμαχιστεί και είχαν εμφανιστεί ιδιοκτήτες Κρητικοί μη ευγενείς. Τα μεγάλα φέουδα δεν καλλιεργούνταν πια με το σύστημα των δουλοπάροικων αλλά με το σύστημα της μίσθωσης. Έτσι εμφανίστηκε μια μικρή αλλά ισχυρή αστική κοινωνία. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Κρήτη ήταν ανάλογες με αυτές των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την αναγέννηση. Έτσι ήταν επόμενο η Κρητική αστική τάξη να παρασυρθεί από την πολιτισμική επανάσταση που γινόταν στη Δύση. Οι Κρητικοί ήταν κληρονόμοι ενός πλούσιου πολιτισμού, του βυζαντινού, αφομοίωσαν τις ευρωπαϊκέ επιρροές, ενσωμάτωσαν αυτές τις επιρροές στο πολιτιστικό τους υπόβαθρο και δημιούργησαν τον Κρητικό πολιτισμό. Ανανέωσαν και τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό πολιτισμό που κατείχαν. Οι σγουράφοι, οι μουράροι, οι πετροκόποι, οι μαρμαράδες, οι ραφτάδες, οι χρυσαφάδες, οι σκουφάδες, οι δοξαράδες, οι σκοινοπλόκοι, οι σαϊτάδες, οι τσαγγάρηδες, οι καλυκάδες και άλλοι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, που η κάθε μία είχε ως κέντρο τη δική της εκκλησία και ανέπτυσσε εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα και κοινωφελή. Από τα νοταριακά έγγραφα της εποχής, τα προικοσύμφωνα και τις διαθήκες φαίνεται ότι το 16ο αι., το ελληνικό στοιχείο ευημερεί. Ανώτερος υπάλληλος γράφει ότι «ο πλούτος των ευγενών και των αστών φαίνεται από τα ακριβά φορέματα, τις γιορτές, τα συμπόσια και τις κηδείες, που τελούνται με ασυνήθιστη πολυτέλεια. Αντιθέτως οι κάτοικοι των χωριών υπέφεραν από την εκμετάλλευση των φεουδαρχών και των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων. Έτσι οι χωρικοί αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τις εχθρικές εισβολές και αδιαφορούσαν για το ποιος κατείχε το νησί. Μερικές φορές μάλιστα, προσχώρησαν Κρητικοί σε τουρκικά στρατεύματα πιστεύοντας ότι η Τουρκική κατοχή ίσως επιφύλασσε ένα καλύτερο μέλλον.


Σύζευξη Ενετικού και Κρητικού πολιτισμού

Το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και ο χαρακτήρας των κατοίκων της, με όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που αυτός περιείχε, επέδρασαν άμεσα στους Ενετούς που μετακόμισαν στο νησί. Ήδη από τα τέλη του 13ου αι., μνημονεύονται και επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αι., οπότε και αμβλύνονται οι θρησκευτικές διαφορές, επέρχεται οικονομική εξίσωση Κρητικών και ξένων, κυρίως στις πόλεις, και η μητροπολιτική Βενετία στρέφεται προς τον ντόπιο πληθυσμό και τον υπολογίζει πολιτικά, λόγω του ανερχόμενου τουρκικού κινδύνου. Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση είχε ως αποτέλεσμα ένα γόνιμο πολιτιστικό διάλογο, που κατέληξε προοδευτικά σε μια κοινή πολιτιστική έκφραση, την ιταλοκρητική. Η Κρήτη, ήταν φορέας βυζαντινής παράδοσης που το 16ο αι., απορροφούσε αναγεννησιακούς κραδασμούς, αφομοίωνε τα «εύπεπτα» στο χαρακτήρα της στοιχεία, τα αναδημιουργούσε και τελικά τα χρησιμοποιούσε και παρέδιδε, με τον δικό της κρητικό τρόπο. Η Κρήτη διατηρούσε τη μνήμη της Πόλης, αποδεσμευμένη όμως από την κηδεμονία της αλωμένης βυζαντινής πρωτεύουσας, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, δυτικές και κυρίως ιταλικές. Συνεκτικός δεσμός της Κρητικής αστικής κοινωνίας με την αναγεννώμενη αστική της Βενετίας, ήταν η ελληνική γλώσσα. Πέραν της γοητείας που αυτόνομα διαθέτει η ελληνική γλώσσα, ως εργαλείο γνώσης και στοιχείο επιπέδου μόρφωσης εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ίδιοι οι Ενετοί της Κρήτης μιλούσαν το 16ο αι., μόνο ελληνικά ή τουλάχιστον μια μορφή ελληνικής γλώσσας εμπλουτισμένη με ελληνοποιημένα ιταλικά. Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι οι παλιοί Ενετοί «έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα και, επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό…να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα. Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, οικογένειες σε όλα ελληνικές…». Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί. Οι Ενετοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, γλώσσα τους την ελληνική και έθιμα καθαρά κρητικά.


Απ’ την άλλη στη Βενετία είχε συγκεντρωθεί μετά την άλωση της πόλης, πλήθος Ελλήνων, όπου μεταβίβασαν τις γνώσεις τους, τις επιχειρήσεις τους και τους πόθους τους. Αισθανόταν ασφαλής κάτω από την προστατευτική εξουσία της Βενετίας, χριστιανικού κράτους, ικανού να αναλάβει τον αγώνα κατά των Τούρκων. Η ιδεολογική αυτή ροπή παρατηρήθηκε σε ευρύ κύκλο Ελλήνων και Ιταλών ανθρωπιστών. Το 1461 ο Φραγκίσκος Φίλελφος ονόμαζε τη Βενετία, πόλη των πόλεων («urbs urbium»), ονομασία με την οποία ήταν γνωστή η Κωνσταντινούπολη. Το 1468 ο Βησσαρίων δήλωνε ότι θεωρούσε πατρίδα του τη Βενετία, δεδομένου ότι ήταν «ένα άλλο Βυζάντιο». Η Βενετία, μετά την πτώση του Βυζαντίου είχε εξελιχθεί σε κέντρο ελληνικών γραμμάτων. Βασικό κύτταρο αυτού του κέντρου εξελίχτηκαν Κρητικοί.


Τέλος Ενετοκρατίας

Όταν οι Τούρκοι έδειξαν τις φανερές βλέψεις τους έναντι της Κρήτης, της μοναδική πλέον στρατιωτικής βάσης που διέθετε η Δύση στη λεκάνη της Οθωμανικής Ανατολικής Μεσογείου, οι Κρητικοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία, κυρίως οι αστοί στάθηκαν στο πλευρό των Ενετών. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν στην πλειοψηφία τους αδιάφοροι στην προβλεπόμενη μεταβολή εξουσίας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που προσχώρησαν στο Τουρκικό στρατόπεδο. Την περίοδο που η Βενετία βρίσκονταν σε οικονομική παρακμή, η Δύση σπαράσσονταν από τον τριακονταετή πόλεμο, οι Τούρκοι, αποφάσισαν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στις συγκοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου.

Το 1644 Ιωαννίτες ιππότες αιχμαλώτισαν έξω από τη Ρόδο τούρκικο καράβι που μετέφερε αξιωματούχους για προσκύνημα στη Μέκκα. Η Υψηλή Πύλη κατηγόρησε τους Ενετούς ότι έδωσαν καταφύγιο στους επιδρομείς και κήρυξαν τον πόλεμο. Το 1645 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Σούδα Χανίων, χωρίς καμία αντίδραση κατέλαβαν τα Χανιά. Το 1648 άρχισε η μοναδική σε διάρκεια στην παγκόσμια ιστορία πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε εικοσιένα χρόνια. Μέχρι το 1669 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει όλη την Κρήτη. Όπου συναντούσαν αντίσταση λεηλατούσαν και κατέστρεφαν. Επικεφαλής των χριστιανικών στρατευμάτων ορίστηκε ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Morosini. Από τους Κρητικούς που πολέμησαν με ηρωισμό και αυτοθυσία δίπλα στους Ενετούς πρέπει να αναφερθεί ο διαπρεπής λόγιος Γεράσιμος Βλάχος, μετέπειτα μητροπολίτης Φιλαδελφείας στη Βενετία. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 υπεγράφη η συνθήκη με την οποία η Κρήτη γίνονταν οθωμανική κτήση. Κρητικοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο και τους δόθηκε στη Βενετία και σε άλλες βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.



σχετικά με την Ενετοκρατία και ύστερη Βυζαντινή περίοδο και στις διευθύνσεις :




Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2006

Η Παναγία του Μπαλή στη Σίφνο

Η Παναγιά του Μπαλή στη Σίφνο

Ο Παύλος Βλαστός κετέγραψε το 1893, στο χωριό Αρτέμωνας της Σίφνου μια παράδοση του νησιού σύμφωνα με την οποία η εικόνα της Θεοτόκου με το όνομα «Παναγία του Μπαλή» έχει μεταφερθεί εκεί από την Κρήτη και και μάλιστα από καλόγερους της Μονής Μπαλί, κατά την εποχή που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. "Παναγία του Μπαλή", ονομάζεται κα ο ναός των Εισοδίων στον οποίο ανήκει:
Την παράδοση μετέφερε στο Βλαστόμια γυναίκα που ονομάζονταν Φλώρα Ηλία Βλατάκη, καταγομένης εκ Σίφνου to 1893 :
" Εκ παραδόσεως των κατοίκων είναι γνωστόν οτι η εικών αύτη της Παναγίας του Μπαλή ήτο κτήμα της ομωνύμου αυτής μονής της εv τη παραλία Μυλοποτάμου κείμενης, Μονή του Μπαλή και σήμερον λεγομένης και ο λιμενίσκος του Μπαλή εν Κρήτη. Ότι ήλθεν εις Σύφνον φαίνεται κατά την άλωσιν της Κρήτης μετά τι νων καλογήρων αναχωρησάντων εκ της νήσου ένεκεν των κατα στροφών και ερημώσεων των Τούρκων κατακτητών και παραλα βόντων μεθ' εαυτών την Ιεράν ταύτην εικόνα μετ' άλλων ιερών σκευών της εν Μπαλή της Κρήτης ιερας μονής, έκτοτε δε διαμένει εν τω ανακαινισθέντι εν Σύφνω ναώ τη σννδρομή των ορθοδόξων ευσεβών κατοίκων της νήσου, θεραπεύονσα τους πιστώς αυτήν προσερχομένους και δεομένους ευλαβών την χάριν της Θεομήτορος. Eι και φέρει δε ο ιερός ναός ούτος του χωρίου Αρτέμωνος το όνομα της εικόνος "η Παναγία του Μπαλή", δεν διαμένει ποτέ η εικών εν τω ναώ, ειμή την ημεραν της μνήμης αυτής, ήτοι την εορτήν των Eισoδίων. Ευλαβείας ένεκεν και θρησκευτικού ζήλου έκαστος των κατοίκων του Αρτέμωνος την παραλαμβάνει εν τη οικία του και την έχει εν ιδιαιτέρω καθαρώς ευπρεπισμένω δωματίω ως εικονοστάσιον, ανάπτων ακoíμητov κανδύλαν, είναι δε και πας τις ελεύθερος να εισέλθη εις τον οίκον τούτον να προσκυνήση και προσφέρη αυτή τα άφιερώματά του, άτινα αποστέλλονται κατόπιν υπό του ιδιοκτήτου της οικίας εις τον ναόν αυτής»

Οι Κρητικοί που εγκατέλειπαν το νησί, με την εισβολή των Τούρκων, το 1646, πήγαιναν κυρίως σε ενετικές κτήσεις ή σε περιοχές τουρκοκρατούμενες όχι όμως με δυσβάκτατες συνθήκες. Στη Σίφνο είχαν παραχωρηθεί αρκετά προνόμια, οπότε θα μπορούσαν να πάνε εκεί Κρητικοί. Σε πολλές περιπτώσεις Κρητικοί φεύγοντας από την Κρήτη έπαιρναν μαζί τους εικόνες από τα μοναστήρια τους και τις εκκλησίες τους, δίνοντάς τους χαρακτηριστικά ομφάλιου λώρου με τη γενέθλια γη. Η σύγχρονη έρευνα απέδειξε ότι αρκετές οικογένειες της Σίφνου έχουν κρητική καταγωγή και πολλά εικονίσματα έχουν κρητικλη προέλευση, όπως ο άγιος Δημήτριος του Εμμ. Σκορδίλη, στην Αγία Αικατερίνη του Κάστρου. Σύμφωνα με την παράδοση τη μονή Αττάλης ίδρυσε ή ανακαίνισε ένας Μπαλής. Το επίθετο Μπαλής το έχει μια οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, είναι όμως και διάσπαρτο σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Οπότε δε θα ήταν καθόλου παράξενο η Παναγιά του Μπαλή στη Σίφνο και η μονή Αττάλης του Μπαλή να ιδρύθηκαν ή ανακαινίστηκαν από ένα Μπαλή νησιώτη ή Κωνσταντινουπολίτη, σ’ αυτή την περίπτωση το Μπαλή έχει μάλλον σχέση με τον χορό(μπάλο). Είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή το Μπαλή του Μυλοποτάμου, επί τουρκοκρατίας καταγράφηκε ως Μπαλί. Από αρσενικό έγινε ουδέτερο και από επίθετο εσήμαινε πλέον μέλι, αφού ο τόπος φημίζεται για το περίφημο μέλι του. Πάντως σε πάρα πολλά έγγραφα το συναντάμε ως Μπαλή ή Βαλή και μάλιστα στη γενική άρα κλιτό, αρσενικό, μέχρι που καθιερώθηκε οριστικά το Μπαλί. Ακόμα και σήμερα πάντως υπάρχει το οικογενειακό όνομα του Βαλή στη Σίφνο. Καθόλου παράξενο η παράδοση να ισχλυει αντίστροφα, δηλαδή εκδιωγμένοι Βαλήδες από τη Σίφνο να κατέληξαν στο Μυλοπόταμο και να ίδρυσαν εκεί τη μονή του Προδρόμου του Βαλή και επί του Ενετικότερου του Μπαλή.

Στο παραπάνω κείμενο του Βλαστού φαίνεται ότι οι κάτοικοι της Σίφνου γνώριζαν τη μονή του Μπαλή το 19ο αι. , αν και το πιο πιθανό είναι και η δική τους μονή να δημιουργήθηκε από κάποιον Μπαλή της Κωνσταντινούπολης ή άλλου νησιού. Είναι σίγουρο ότι το 1854 την Παναγία της Σίφνου ανακαίνισε κάποιος Μπαλής από την Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Μπαλής αυτός ανακαίνισε το ναό για συναισθηματικούς λόγους γιατί ο ναός ονομάζονταν ήδη του Μπαλή. Γι’ αυτό στην παράδοση που αναφέρεται η γυναίκα της Σίφνου δεν αναφέρει καθόλου την ανακαίνιση της εκκλησίας από τον Μπαλή, αφού η εκκλησία ονομάζονταν ήδη του Μπαλή.

Άρα όλα συνηγορούν στη μεταφορά της Παναγίας του Μπαλή στη Σίφνο από καλόγερους της μονής Προδρόμου στο Μπαλί Μυλοποτάμου


Από "τα Μοναστήρια και Ερημητήρια" του Νίκου Ψιλάκη

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ των μοναστηριών ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ των μοναστηριών ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ



Το φορολογικό σύστημα επί Ενετοκρατίας και την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης ατομικής ιδιοκτησίας. Βόλευε καλύτερα τους κατοίκους της περιοχής, η προσφορά εργασίας στα μοναστήρια και στα διάφορα μετόχια των μοναστηριών, αφού έτσι ελέγχονταν καλύτερα η απόδοση φόρων και αγγαρειών. Μετόχια του Βωσάκου ήταν οι Σίσες, οι Δαφνέδες και το Γαράζο (παρατηρούμε ότι τα χωριά Σίσες , Δαφνέδες και Γαράζο αναπτύχθηκαν σε πρώτη φάση γύρω από ναούς Κοιμήσεως της Θεοτόκου). Οι κάτοικοί τους ήταν εργάτες στα μετόχια. Ο Βώσακος ήταν επίσης "εξαρτημένος", κατά κάποιο τρόπο ή σε άμεση σχέση με τα υπόλοιπα μοναστήρια του Μυλοποτάμου δηλαδή τα μοναστήρια Χαλέπας, Δισκουρίου και Αττάλης και πολλές φορές συμπλήρωνε το ένα το άλλο. Αν θέλουμε να ερευνήσουμε την ιστορία των Σισών αλλά και των Δαφνέδων και του Γαράζου πρέπει να λάβουμε υπόψιν την ιστορία της μονής Βωσάκου αλλά και των υπόλοιπων μοναστηριών του Μυλοποτάμου. Τον τρόπο οργάνωσής τους, το φεουδαρχικό τους σύστημα, την οικονομική τους εξέλιξη και κατάσταση ανά περίοδο και τη συμμετοχή που είχαν στα διάφορα ιστορικά γεγονότα τους τελευταίους πέντε αιώνες. Μέχρι το 1870, σε περίπτωση που ο Βώσακος υπέφερε, υπέφεραν και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Μετά το 1870 οι μοναστηριακές περιουσίες ενοικιάζονται ή υφαρπάζονται οπότε αρχίζει η ανεξαρτητοποίηση των κατοίκων από τα μοναστήρια, η οικονομική τους αυτοτέλεια, ο αντίστοιχος μαρασμός των μοναστηριών και η ανανέωση της περιοχής με νέο ανθρώπινο δυναμικό. Παρακάτω παρουσιάζεται χρονολόγιο των μοναστηριών Μυλοποτάμου.


451 Επισκοπή Ελευθέρνης

535 Επισκοπή Αξού
1300(περίπου) Επισκοπή Αρίου στα Αγρίδια Μυλοποτάμου

12ο - 14ο αι. ιδρύεται η μονή Βωσάκου

1299 η Βενετία παραχωρεί «βενετική ευγένεια» στον γιό του Αλέξιου Καλλέργη, Γεώργιο. Στην πραγματικότητα συνεχίζουν οι Καλλέργηδες να είναι «ηγεμόνες-φεουδάρχες» του Μυλοπόταμου
1300(περίπου) Επισκοπή Αρίου στα Αγρίδια Μυλοποτάμου

1400-1600 τοιχογραφίες γυναικείας μονής Αγίας Μαρίνας πολύ κοντά στη μονή Χαλέπας

1195 χτίζεται ο πρώτος ναός Τιμίου Σταυρού στο Βώσακο

1538 πειρατική επίθεση Μπαρμπαρόσα στο Ρέθυμνο, καταστρέφει όλα τα παραθαλάσσια μοναστήρια

1555 αναφέρεται σε νοταριακό πληρεξούσιο η μονή Χαλέπας

1567 πειρατική επίθεση Ουλούτς Αλή

1571 πειρατική επίθεση Σουλτάν Σελήμ

1576 επίτροπος της μονής Χαλέπας ο Μανουήλ Γκρεκός

1600 οι καλόγριες της μονής Χαλέπας δεν αναγνωρίζουν τον πνευματικό που ορίζει η ηγουμένη Υπομονή και απευθύνονται για εξομολόγηση στον πρώην πνευματικό τους Ιωακείμ

1628 αναφέρεται σε νοταριακό έγγραφο η μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, "του Αττάλη", δηλ. του Αγίου Ιωάννη στο Μπάλί.

1630 χτίζεται μεγάλο μοναστήρι στο Βώσακο (ως εγγύηση και συνέχιση των παραθαλάσσιων μοναστηριών στους πρόποδες του Κουλούκωνα : μονή Αγίων Πατέρων στα Καλά Χωράφια, μονή Αγίου Ιωάννη Σισών, Μονή Αγίου Φανουρίου Σισών)

1630 οι αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για Βώσακο, αρχίζει η ακμή του μοναστηριού και ολοκληρώνεται η διάλυση Αγίων Πατέρων, Αγίου Ιωάννη Σισών και Αγίου Φανουρίου.

1630 αναφέρεται από τον Βασιλικάτα ο οικισμός Δισκούρι, πρόκειται για τη μονή Δισκουρίου.

1635 οικοδομείται η κεντρική πύλη της μονής Αγίου Ιωάννη Αττάλης (όπως διαπιστώνεται από την επιγραφή της πύλης), από τον ιερομόναχο Παχώμιο(πιστεύεται ότι είναι ο Παχώμιος Καφάτος από τη μονή Θεοτόκου Βατέ στο Μελισσοσουργάκι, γιατί την ίδια περίοδο ο Παχώμιος πραγματοποίησε επισκευαστικές εργασίες στην Παναγιά Βατέ στο Μελισσουργάκι).

1646 ολοκληρώνεται η κατάληψη του νομού Ρεθύμνης από τους Τούρκους με την κατάληψη και καταστροφή της μονής Αγίων Πατέρων

1646 - 1669 κατάκτηση Κρήτης από τους Τούρκους ο παραθαλάσσιος Μυλοπόταμος αποτελεί στρατηγικό σημείο για την κατάληψη του Ηρακλείου και αποτελεί χώρο πολεμικών επιχειρήσεων

1646 - 1669 οι καλόγριες της μονής Χαλέπας κατεσφάγησαν ή αναγκάστηκαν σε φυγή. Η Χαλέπα ερημώνει κατά την περίοδο της κατάκτησης. Οι εργασίες ανοικοδόμησης ολοκληρώνονται το 1673(χρονολογία του πυλώνα της μονής) από το μοναχό Ιερεμία Σγουρό, δηλαδή η μονή έχει μετατραπεί σε αντρική και γίνεται μετόχι της πιο κοντινής μονής, του Βωσάκου.

1669 πτώση Χάνδακος (Ηρακλείου)

1669 ηγουμενοσυμβούλιο του Βωσάκου ζητά απ' τον κατακτητή του Χάνδακος Φαζίλ Αχμέτ Πασά Κιοπρουλή προστασία και φορολογική απαλλαγή(τελικά η μονή ακολούθησε τις φορολογικές αποφάσεις που αποφασίστηκαν για όλα τα μοναστήρια)

1669 ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες στη μονή. Η πύλη φέρει ημερομηνία ΑΧΞΘ δηλ. 1669

1673 ολοκληρώνεται η κρήνη που μεταφέρει νερό από 600 μέτρα μακριά. Έργο δύσκολο για εκείνη την εποχή και περιοχή. Η κρήνη φέρει ημερομηνία ΑΧΟΓ δηλ. 1673

1676 ανακήρυξη "μονής Βωσάκου και του μετοχιού Χαλέπας" σε σταυροπηγιακή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Παρθένιο Δ'.

1692 αποκαθίστανται οι ζημιές που έχουν προκληθεί στη μονή Αττάλης από τους Τούρκους κατά την περίοδο

1646-1669(σύμφωνα με την επιγραφή της πύλης).

1740 ο Βώσακος και όλα τα σταυροπηγιακά μοναστήρια Κρήτης απώλεσαν τη σταυροπηγιακή τους ιδιότητα, προς ενίσχυσιν του νέου μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμου Λετίτζη(ήταν μητροπολίτης την περίοδο 1725-1756)1759 ολοκληρώνεται επί ηγουμένου Μάξιμου Βεργίτση η κατασκευή της περίτεχνης βρύσης της μονής Χαλέπας

1761 ολοκληρώνεται η κρήνη στο χώρο της μονής Αττάλης

1769 ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β' εκδίδει νέο σιγίλιο σύμφωνα με το οποίο όλα τα σταυροπηγιακά μοναστήρια μετατρέπονταν σε ενοριακά.

1783 περίπου ανεξαρτητοποιείται η μονή Χαλέπας από το Βώσακο

1791 ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ'(Πατριάρχης από το 1789-1794), ζητά από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μάξιμο, να ερευνήσει τη διαμάχη μεταξύ των μονών Βωσάκου και Χαλέπας με τον Επίσκοπο Αυλοποτάμου Παρθένιο και να τον ενημερώσει σχετικά.

1791 ανανέωση σταυροπηγιακής αξίας της Χαλέπας, αφού πλέον δεν είναι μετόχι του Βωσάκου.

1791 ολοκληρώνεται κρήνη έξω από τη μονή Αττάλης, επί ηγουμένου Γεδεών

1798 ανανέωση σταυροπηγιακής αξίας μονής Βωσάκου από Γρηγόριο Ε' έπειτα από έντονες διαμάχες μεταξύ των μονών και του Επισκόπου Αυλοποτάμου Παρθένιου, που είχε την έδρα του στο Καστέλι Μυλοποτάμου.

1808 η μονή Δισκουρίου δέχτηκε επιδρομή Τούρκων που κατέστρεψαν το μοναστήρι και το ναό του Αγίου Γεωργίου.

1817 ο περιηγητής Ζίμπερ από τη Βοημία κατατάσσει τη μονή Χαλέπας στα μικρά μοναστήρια της περιοχής

1818 αναφέρεται η μονή Χαλέπας στη Χωρογραφία(άγνωστου συγγραφέα)

1821 πυρπόληση της μονής και της βιβλιοθήκης του Βωσάκου από τους Τούρκους

1821 εκτέλεση 17 ή 18 καλογέρων του Βωσάκου στη θέση Φιδαλώνια

1821 η μονή Χαλέπας έχει 70 καλόγερους και ηγούμενο το Νέστορα Κοκκινίδη(οπλαρχηγό κατά την Επανάσταση του 21)

1821 ο Ασίμ πασάς κατέστρεψε όλα τα κελιά της μονής Χαλέπας

1822 στρατοπεδεύει στη μονή Χαλέπας ο Χασάν πασάς, γαμπρός του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Οι οπλαρχηγοί του Μυλοπόταμου του προξένησαν μεγάλες καταστροφές.

1823 σφαγή των καλογέρων Χαλέπας από τον Χασάν. Σώζονται μόνο τρεις, οι Νέστωρ Κοκκινίδης, Μάξιμος Βαρσαμής και Νεόφυτος Χαιρέτης.

1824 Επικηρύχθηκε ο Νέστωρ Κοκκινίδης. Ο Χασάν του χάρισε τη ζωή γιατί κατόρθωσε να εισχωρήσει νύχτα στη σκηνή του, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Μέχρι το 1919 το όπλο του βρίσκονταν στο Βώσακο.

1824 πυρπόληση Σπηλαίου Μελιδονίου από Τούρκους (σε αυτό είχαν καταφύγει 370 άμαχοι και 30 οπλισμένοι)

1824 πυρπολείται από τους Τούρκους η μονή Δισκουρίου. Μένει ακατοίκητη μέχρι το 1830. Το 1866 μας πληροφορεί ο Πετροπουλάκης από τη Μάνη που έχει έρθει να πολεμήσει στο πλευρό των Κρητικών, ότι το μεγαλύτερο μέρος της μονής Δισκουρίου ήταν ερειπωμένο.

1825 αναλαμβάνει ηγούμενος της μονής Χαλέπας ο Νέστωρ Κοκκινίδης

1830 άμαχοι συγκεντρώνονται στον όρμο του Μπαλί με σκοπό να διαφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Τούρκικα πλοία βομβάρδισαν τους καταυλισμούς των προσφύγων σκοτώνοντας πολλά γυναικόπαιδα.

1830 ολοκληρώνεται το τέμπλο του Αγίου Γεωργίου, της μονής Δισκουρίου

1832 εκλέγεται Επίσκοπος Αυλοποτάμου ο Καλλίνικος Νικολετάκης, αφιέρωσε την περίφημη εικόνα του Αγίου Γεωργίου, στο Δισκούρι. Πάνω σ' αυτή ορκίζονται οι βοσκοί και αρνούνται ζωοκλοπές που τους προσάπτουν.

1830-1840 ανοικοδομείται η μονή Χαλέπας υπό την επίβλεψη του Νέστορα Κοκκινίδη.

1834 φιλοξενείται στο μετόχι του Βωσάκου Γαράζο ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλεϋ από τον επιστάτη του μετοχιού Μελέτιο Βαρδιάμπαση

1842 ηγούμενος στη μονή Βωσάκου ο Μελέτιος Βαρδιάμπασης

1843 υπογράφεται "συνυποσχετικό" σύμφωνα με το οποίο οι μονές της περιοχής πρέπει να συνεισφέρουν στη δημιουργία σχολείων στα γύρω χωριά. Έτσι η μονή Αρκαδίου πρέπει να προσφέρει ετησίως 2000 γρόσια, η μονή Πρεβέλης 1000, η μονή Αρσανίου 1200, η μονή Ρουστίκων 350, η μονή Βωσάκου 400, και η μονή Χαλέπας 300(η συνεισφορά καθορίζεται βάσει των εσόδων που παρουσιάστηκαν)1850 ανανέωση σταυροπηγιακής αξίας της μονής Χαλέπας με σιγίλιο από τον Πατριάρχη Άνθιμο Δ' .

1856 μεγάλος σεισμός στην Κρήτη, ιδιαίτερα αισθητός στο Μυλοπόταμο, τεράστιες καταστροφές στο Ηράκλειο και σε όλη την Κρήτη.

1856 μετά από 30 χρόνια ηγουμενίας από το Νέστορα Κοκκινίδη, την ηγουμενία της Χαλέπας αναλαμβάνει ο ιερέας Γεώργιος Στρατήγης γνωστότερος με το μοναστικό του όνομα Γεράσιμος(που ήταν έγγαμος σε χηρεία). Ο Γεράσιμος κατηγορούσε τον πρώην ηγούμενο Νέστορα και κακοδιαχείρηση και εύνοια της οικογένειάς του, δηλαδή ότι μοίραζε τα χρήματα της μονής στην οικογένειά του. Πάντως επί Γεώργιου Στρατήγη άρχισε η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της μονής για να μπορέσουν να εξοφληθούν χρέη1858 συστήνονται σε όλη την Κρήτη οι Δημογεροντίες. Είχαν σκοπό την ίδρυση σχολείων σε όλη την Κρήτη.

1861 πεθαίνει ο ηγούμενος της μονής Χαλέπας Νέστωρ Κοκκινίδης

1866-1869 Κρητική Επανάσταση

1866 - 1869 οι επαναστατικές επιτροπές Μυλοποτάμου, Μαλεβιζίου, Τεμένους και Μεσσαράς χρησιμοποιούν ως αρχηγείο, στρατόπεδο και ορμητήριο τη μονή Δισκουρίου. Οι οπλαρχηγοί του Μυλοποτάμου χρησιμοποιούν τη μονή Δισκουρίου ως αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων. Το μοναστήρι διαθέτει και πρόχειρο ιατρείο.

1866 - 1869 ο όρμος του Μπαλί γίνεται βασικό σημείο εισόδου εθελοντών από την Ελλάδα και βασικό σημείο διαφυδής αμάχων προς την Ελλάδα.

1867 Στην Κρήτη έρχεται ο Ομέρ Πασάς ο "Αττίλας της Κρήτης".

1866 ηγούμενος της μονής Βωσάκου ο Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης

1866 φιλοξενείται στη μονή Βωσάκου ο συνταγματάρχης Πάνος Κορωνιάς με εθελοντές (απεσταλμένους της Ελλάδα). Ο Πάνος Κορωνιάς είχε το γενικό πρόσταγμα των επιχειρήσεων στο Ρέθυμνο

1866 φιλοξενείται στη μονή Χαλέπας ο πρωτοκαπετάνιος της δυτικής Κρήτης Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης, όπου και έτυχε θερμής υποδοχής.

1866 η μάχη της Τυλίσσου. Η Τύλισσος ήταν μετόχι της μονής Χαλέπας.

1866 οι Τούρκοι βομβαρδίζουν το Αρκάδι(9 Νοεμβρίου) με τη μπουρμπάδα κουτσαχείλα(μεγάλο πυροβόλο). Με την εισβολή των Τούρκων οι εγκλεισμένοι ανατινάσσουν την πυριτιδαποθήκη

1866 συλλαμβάνεται στο Αρκάδι ο ηγούμενος Χαλέπας Γεράσιμος Στρατήγης κρατώντας το όπλο, του Νέστορα Κοκκινίδη. Ο Μουσταφά πασάς τον απελευθέρωσε ζητώντας του να γυρίσει στο Μυλοπόταμο και να συστήσει στους χριστιανούς να σταματήσουν την επανάσταση.

1866 οι Τούρκοι λεηλατούν τη μονή Αττάλης ( από επιστολή του Γ. Καλοκαιρινού, προξενικού πράκτορα της Ελλάδος στο Ρέθυμνο, προς τον πρόξενο της Ελλάδας στα Χανιά Ν. Σακόπουλο: "μανθάνομεν ότι προ τινών ημερών Οθωμανοί τακτικοί και άτακτοι εγύμνωσαν ολοτελώς το μοναστήρι του Βαλή βεβηλώσαντες και τους ιερούς ναούς αυτού": μνημεία Ελληνικής ιστορίας - Πρεβελάκη,Μπεκιάρη )

1867 λίγο μετά τα γεγονότα του Αρκαδίου πραγματοποιείται συνάντηση των οπλαρχηγών της Κρήτης στη Χαλέπα. Συναντήθηκαν ο Κόρακας, ο Κορωναίος, οΠετροπουλάκης, ο Ντεντιδάκης, ο Ρωμανός, ο Σκουλάς και άλλοι. Αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Ρεσίτ Πασά όταν αυτός θα περνούσε από το Μυλοπόταμο.

1867 φιλοξενούνται στη μονή Βωσάκου Μανιάτες εθελοντές

1867 πυρπόληση μονών Βωσάκου και Χαλέπας από Ρεσίτ Πασά, ως αντίδραση στην αντίσταση των οπλαρχηγών.

1867 πολεμική ανταπόκριση του Άγγλου δημοσιογράφου Ιλαρίωνα Σκίννερ, όπου περιγράφει την τραγική κατάσταση της μονής Χαλέπας το 1867, μετά την πυρπόλησή της. Μέσα στο χώρο της όμως ήταν συγκεντρωμένοι πρόσφυγες από όλες τις γύρω περιοχές (Νυν δε τα πάντα εισί καταστροφή και δυστυχία.Τα λείψανα του παρελθόντος και τα δεινοπαθήματα του ενεστώτος αναμίξ παραδόξως πως είναι τύπος όλης της Κρήτης).

1867 πολεμική ανταπόκριση του Άγγλου δημοσιογράφου Ιλαρίωνα Σκίννερ από τη μονή Δσκουρίου. Τον εντυπωσιάζουν τα ερείπια από την επανάσταση του 1821 και ο στρατός και οι άμαχοι που συνέρεαν στη μονή.

1867 ο αρχηγός του Ανατολικού Μυλοποτάμου εκδιώκει πρόσφυγες από το Μαλεβίζι όταν αυτοί έφτασαν στη Χαλέπα

1868 βομβαρδισμός συγκεντρωμένων αμάχων στο Μπαλί από τούρκικο πλοίο ( το Μπαλί ήταν σημείο εξόδου αμάχων προς την ελεύθερη Ελλάδα. Τα μοναστήρια Βωσάκου και Αττάλης συντηρούσαν με τρόφιμα τους αμάχους)

1868 10 τάγματα Τουρκικού στρατού ξεκινάνε από το Ρέθυμνο με σκοπό να οχυρώσουν τους όρμους του Μυλοποτάμου, του Φόδελε και της Αγίας Πελαγίας χτίζοντας πύργους. Ο Τουρκικός στρατός προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στην περιοχή(ιστορία Κριάρη)

1869 πυρπολείται ξανά ηΔισκουρίου.

1871 συντάσσεται ο "Διοργανισμός των εν Κρήτη μονών". Σκοπός του η οικονομική ενίσχυση της εκπαίδευσης στην Κρήτη από τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας.

1871 Συμφωνία Δημογεροντιών Ρεθύμνης με Μελχισεδέκ. Η συμφωνία προέβλεπε υπαγωγή της βωσακικής περιουσίας στη Δημογεροντία και ενοικίασή της για τέσσερα χρόνια.

1871 επιλέγεται επιστάτης της μονής Χαλέπας ο ηγούμενος του Αγίου Παντελεήμονα Φόδελε, Νεόφυτος Πεδιώτης. Ο διορισμός του Γεράσιμου Στρατήγη, ήταν αντίθετος με διάταξη του διοργανισμού, σύμφωνα με την οποία "δε συμφέρει ηγούμενος να έχει παιδιά"

1873 η μονή Χαλέπας αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Βρίσκεται σε πλήρη ανέχεια.

1874 επιστάτης της Χαλέπας ο Μελχισεδέκ Βαρδιάμπασης γιατί η μονή Χαλέπας απείχε μεγάλη απόσταση από τη μονή Αγίου Παντελεήμονα Φόδελε και έτσι ο Νεόφυτος Πεδιώτης δεν μπορούσε μα ελέγξει τα δρώμενα στη Χαλέπα

1874 συνάντηση Μελχισεδέκ με τον πατριαρχικό Έξαρχο Επίσκοπο Κώου Γερμανό. Λέγεται ότι ο Γερμανός επηρέασε το Μελχισεδέκ στη σύνταξη επιστολής προς Πατριάρχη Ιωακείμ Β'

1874 Αποστολή επιστολής Μελχισεδέκ προς Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Β', αντιδρώντας στο σύστημα των Δημογεροντιών. Αντίδραση Δημογεροντιών.

1874 η Χαλέπα με τρεις μοναχούς(Παρθένιο, Άνθιμο και Μάξιμο) γίνεται μετόχι του Βωσάκου

1874 μετά το θάνατο του ηγουμένου Αττάλης Μελέτιου Καρτερή, γίνεται ηγούμενος της μονής Αττάλης ο Γεράσιμος Πικράκης , θρύλος του αγώνα κατά των Τούρκων την περίοδο 1866-1869

1875 Συνοδική απόφαση υπέρ Μελχισεδέκ, για επιστροφή περιουσίας στη μονή. Σκάνδαλο στην Κρήτη. Αντίδραση Δημογεροντιών. Υποχώρηση Πατριάρχη. Η Δημογεροντία εξακολούθησε να διαχειρίζεται τις περιουσίες Βωσάκου και Χαλέπας.

1875 Πατριαρχικό Επιτίμιο εναντίον όσων κλέβουν περιουσίες, εργαλεία και ζώα από τις μονές Βωσάκου και Χαλέπας.

1878 ο Μελχισεδέκ εκλέγεται πληρεξούσιος της Επανάστασης στο Μυλοπόταμο.

1881 στη μονή Χαλέπας μένουν τρεις μοναχοί( Παρθένιος, Άνθιμος και Μάξιμος) και οκτώ κοσμικοί, ενοικιαστές της περιουσίας Χαλέπας.Δεν μπορούσε δηλαδή να εκλέξει ηγούμενο.

1881 στη μονή Δισκουρίου μένουν τρεις μοναχοί και τέσσερις κοσμικοί.

1881 η μονή Αττάλης έχει δύο μοναχούς και εννέα κοσμικούς, ενοικιαστές των μοναστηριακών κτημάτων.

1885 ηγούμενος Χαλέπας αναλαμβάνει ο Ιάκωβος Πλουμής, ο οποίος ήταν μοναχός του Βωσάκου. Είχε σπουδάσει Θεολογία στην Αθήνα και είχε τραυματιστεί κατά την επανάσταση του 1866. Στην επανάσταση του 1897 οργάνωσε δική του επαναστατική ομάδα στην οποία συμμετείχαν και τέσσερις μοναχοί της Χαλέπας και διέθεσε όλα τα εισοδήματα της μονής από το μετόχι της Τυλίσσου στην επανάσταση.

1890-1897 έχει αποκατασταθεί μερικώς η μονή Δισκουρίου

1897 σκοτώνεται ο μοναχός του Βωσάκου Γαβριήλ Κλάδος κατά την επανάσταση του 1896-1897

1885 η μονή Βωσάκου ανοικοδομείται εκ βάθρων

1900 η μονή Βωσάκου κρίνεται διαλυτή

1900 η μονή Χαλέπας κρίθηκε διαλυτή

1900 η μονή Δισκουρίου κρίνεται διαλυταία

1900 η μονή Αττάλης κρίνεται διαλυτή

1901 ο ηγούμενος της μονής Χαλέπας Αγαθάγγελος παραπέμπεται από τον επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιο Καστρινογιαννάκη σε συνοδικό δικαστήριο.

1935 η μονή Βωσάκου κρίνεται διατηρητέα

1935 η μονή Χαλέπας κρίνεται μόνιμη

1935 η μονή Δισκουρίου προσαρτάται στη μονή Χαλέπας

1935 η μονή Αττάλης κρίνεται διαλυτέα

1945 η μονή Αττάλης ερημώνει

1950 η μονή Χαλέπας ερημώνεται

1955 η μονή Βωσάκου διαλύεται

1982 εγκαθίσταται στη μονή Αττάλης ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Συριανός, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τίτου. Πολύ γρήγορα προχώρησε η αναστήλωση της μονής.
1998 η μονή Βωσάκου επαναλειτούργησε. Ξεκίνησαν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με χρηματοδότηση κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

1990 πεθαίνει ο Καλλίνικος Βάμβουκας, ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντα του ηγουμένου της μονής Χαλέπας διαμένοντας στη μονή Δισκουρίου.

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2006

Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΙΚΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΩΣΑΚΟΥ

Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΙΚΙΑΣΘΕΝΤΩΝ ΚΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΩΣΑΚΟΥ


6 - Οκτωβρίου - 1874

Το 1858 είχαν συσταθεί στην Κρήτη οι περίφημες Δημογεροντίες, με πρωταρχικό σκοπό την ίδρυση σχολείων σε όλη την Κρήτη. Έπρεπε όμως να βρεθούν πόροι για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί το μεγαλεπήβολο για την δύσκολη αυτή εποχή σχέδιο. Εμφανίστηκαν τότε λόγιοι που με πάθος υποστήριξαν την απορρόφηση πόρωβ από τα μοναστήρια, τους μόνους οικονομικά δραστήριους χώρους εκείνη υην εποχή. Έτσι προκλήθηκε το περίφημο "Μοναστηριακό Ζήτημα". Στο "ζήτημα" αυτό δεν άργισαν να αναμιχθούν και οι Τούρκοι(ευνοϊκά διακείμενοι προς μια μεταβολή της φεουδαρχικής-μοναστηριακής οικονομίας της Κρήτης), οπότε το πρόβλημα έγινε πιο περίπλοκο απ' ότι αναμένονταν και ήταν μιά από τις αιτίες που επιτάχυναν τις εξελίξεις για την Επανάσταση του 1866, οπότε βρέθηκαν σχεδόν όλα τα μοναστήρια να πρωτοστατούν στην Επανάσταση που επακολούθησε των γεγονότων. Το 1870, τότε δηλαδή που στο Βώσακο ήταν ηγούμενος ο Μελχισεδέκ(Βαρδιάμπασης), συντάχθηκε ο "Διοργανισμός των εν Κρήτη ιερών μονών" που οριστικά πλέον επέλυε το "Μοναστηριακό Ζήτημα" αφού στο καταστατικό του προέβλεπε την ενίσχυση της εκπαίδευσης και την ίδρυση σχολείων από τα έσοδα της μοναστηριακής περιουσίας, δηλαδή οι Δημογεροντίες αναλάμβαναν τη διαχείρηση των μοναστηριακών περιουσιών με σκοπό να διαχειριστούν τα χρέη των μοναστηριών, να "μοιράσουν" τις περιουσίες των μοναστηριών στους ακτήμονες κατοίκους των χωριών, ενοικιάζοντάς τες οπότε δημιουργούνται πόροι, για την ίδρυση σχολείων σε όλη την Κρήτη. Στην αρχή υπήρξαν αντιδράσεις από όλα τα μοναστήρια. Σιγά-σιγά όμως οι αντιδράσεις κάμπτονταν. Η μεγαλύτερη αντίδραση και εμπλοκή στην ομαλή εξέλιξη του σχεδίου προέρχεται απ' τον ηγούμενο του Βωσάκου και επιστάτη της Χαλέπας Μελχισεδέκ. Το 1874 επισκέφτηκε την Κρήτη ο Πατριαρχικός Έξαρχος Επίσκοπος Κώου για να εισπράξει χορηγίες υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και υπέρ της Εκκλησιαστικής Σχολής της Χάλκης. Ο Πατριαρχικός Έξαρχος πίστευε ότι έπρεπε να καταργηθεί το σύστημα των Δημογεροντιών και να επιστρέψει η περιουσία στα μοναστήρια. Δεν άργησε να βρει σύμμαχο και συμπαραστάτη στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ ο οποίος επίσης δε συμπάθησε ποτέ τις δημογεροντίες. Λέγεται ότι ο Πατριαρχικός Έξαρχος καθοδήγησε τον Μελχισεδέκ στην επιστολή που αυτός έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Β'. Σ' αυτήν την επιστολή ο Μελχισεδέκ παρουσίαζε την κατάσταση στο Βώσακο και στη Χαλέπα δραματική. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υιοθέτησε τις απόψεις του Μελχισεδέκ και απάντησε με επιστολή του προς τον Επίσκοπο Ρεθύμνης Ιλαρίωνα και τη Δημογεροντία Ρεθύμνης με πρόεδρο τον Ιλαρίωνα Κατσούλη ζητώντας την επιστροφή της περιουσίας στο μοναστήρι με το πέρας της τετραετίας που αυτή είχε ενοικιασθεί. Η επιστολ'ή του Ιωακείμ σώθηκε στο Αρχείο της Δημογεροντίας Ηρακλείου και παρουσιάζεται παρακάτω :

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ : 6-Οκτωβρίου-1874

"Ιωακείμ Ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Αριθ. Πρωτ. 6863
Εντιμώτατοι Δημογέροντες του τμήματος Ρεθύμνης της νήσου Κρήτης, τέκνα εν Κυρίω ημών αγαπητά χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού.
Ο οσιότατος εν Ιερομονάχοις κυρ Μελχισεδέκ, επιστάτης των αυτόθι κείμενων ιερών ημετέρων Πατριαρχικών καί Σταυρο πηγιακών Μοναστηριών Χαλέπα και Βόσακος και oι εν αυταίς ασκούμενοι Πατέρες ανηνέχθησαν προς την Εκκλησίαν δι αva φορών αυτών υπό ημερομηνίαν Ι' του παρελθόντος Ιουνίου, εκτι θέμενοι περιπαθώς την αθλίαν κατάστασιν εις ην ταύτα διατελούσι και ης τας συνεπείας βαρέως φέροντες η οσιότης των επεκαλέσαντο την θεραπείαν διά της εκκλησιαστικής προνοίας και προστασίας, λέγουσι δε ότι, ενώ αμφοτέρων τούτων μετόχια
ενοικιάσατε, κατά τον εν ενεργεία Κανονισμόν (. ) επί τετραε
τίαν, τα μεν αντί γροσίων τεσσαράκοντα χιλιάδων, τα δε αντί πε ντήκοντα οκτώ χιλιάδων, ου μόνον ουδεμίαν ελάβετε περί της εξο φλήσεως των μοναστηριακών χρεών, συνισταμένων τότε του μεν εκ γροσίων τεσσαράκοντα τριών χιλιάδων, ανερχομένου ήδη μετά των τόκων εις εξήκοντα σχεδόν χιλιάδας γροσίων, του δε εξ είκοσιδύο χιλιάδ. γροσίων ανερχομένου και αυτού ήδη εις γρόσια τεσσα ράκοντα σχεδόν χιλιάδας, αλλά και τα χρήματα, άπερ λαμβάνετε παρά των ενοικ?aστώv αγνοούσιν η οσιότης των που δαπανώνται, διότι ουδέποτε εδείξατε αυτοίς λογαριασμόν, ως λέγουσιν, εκτός δε τούτων, και εκ της μικράς περιοχής ην αφήκατε αυτοίς προς καλλιεργείαν μη ποριζόμενοι τα προς διατροφήν και ιματισμόν αυτών απολύτως αναγκαιούντα, το πλείστον του χρόνου εσθίουσι άγρια χόρτα, κόπτουσιν και πωλούσιν εις τας πόλεις ξύλα και xa τaσκευάζoυσι ομοίως άνθρακας, και πάλιν μη επαρκούντες εις τας ανάγκας των Μοναστηρίων και της ατομικής αυτών συντηρήσεως καταφεύγουσι και εις δavειa, έλαβον δε τοιαύτα τη αδεία υμών, οι μεν οκτώ, οι δε ένδεκα χιλ, γροσίων έως της σήμερον, επιστρεπτέα συν τόκω ώστε διά του τρόπου τούτου το χρέος αυτών βαθμηδόν αυξάνον άνευ ελπίδος εξοφλήσεως, παρασκευάζει από τούδε την παντελή ερήμωσιν των Μονών αυτών, καθόσον μάλιστα και οι των υποστατικών ενοικιασταί μη έχοντες την απαιτουμένην επίβλεψιν εκ μέρους υμών, μηδέ εις τας παρατηρήσεις Πατέρων προσέχο ντες, προ6αίνουσι γιγαντιαίοις βήμασιν εις την καταστροφήν αυτών. Τοιαύτα ανενεγκόντων τη Εκκλησία των περί ων ο λόγος Πατερών, και εν κατωδύνω ψυχή εξαιτησαμένων την πρόνοιαν αυτής προς αναστολήν της καταστρεπτικής οδού ην διατρέχουσι τα ιερά σκηνώματα της Μετανοίας αυτών, η τόπον έτερον προς ησύχιον και απράγμονα εγκαταβίωσιν, επειδή κατείδομεν ότι το μεν μέρος του Κανονισμού το ενδιαφέρον την είσπραξιν των προ σόδων ετηρήθη ακριβώς, το δε ενδιαφέρον τας Μονάς παρεωρήθη ολοσχερώς, καταπατηθέν παρ' υμών αυτών υφ' ων προεκλήθη, και ουδέ της διαχειρίσεως των εν λόγω προσόδων εδώκατε, κατ' αυτόν, περιπλέον δε ηνέχθητε εν ασυγγνώστω απαθεία, ίνα μη χείρον είπωμεν, όπως οι ενασκούμενοι Πατέρες διάγωσι τοιούτον τεταλαιπωρημένον και εξευτελιστικόν βiov, οίον εξέθεντο, εκδηλούμεν τη υμετέρα Εντιμότητι ότι, προς απαλλαγήν αυτών από της επαπειλουμένης καταστροφής, Συνοδικη διαγνώσει παρε χωρήσαμεν τοις ενασκουμένοις πατράσι το δικαίωμα της υπ' αυτών κατ' ευθείαν ενοικιάσεως των μοναστηριακών κτημάτων, και γράφοντες εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν τη υμών Εντιμότητι, όπως συνωδά τω ρηθέντι Κανονισμώ, παραδώσητε τους λογαριασμούς των εν τω υμετέρω τμήματι ιερών Μονών, τους διαχειρισθέντας παρ' υμών εν τω διαστήματι της ληξάσης τετραε τίας προς εξέλεγξιν. Δυνάμει δε της κυριαρχικής ημών επ' αυτών εξουσίας εδώκαμεν τι δικαίωμα τοις ειρημένης πατράσιν ίνα επί παρουσία του Αρχιερέως υμών Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Ρεθύμνης κυρ Ιλαρίωνος και της θμών Εντιμότητος ενοικιάσωσιν επί δημοπρασίας τα κτήματα, και το εκ ταύτης εισπραχθησόμενον ποσόν διαχειρησθέντες εις απόσβεσιν των χρεών και εις άλλας των Μοναστηριών αυτών ανάγκας, εκ του προκύψαντος τυχόν περισσεύματος βοηθήσωσι και τοις αυτόθι Σχολείοις. Ταύτα προς πληροφορίαν και οδηγίαν υμών. Η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά της υμών Εντιμότητος.
Εν Μηνί Οκτωβρίου, Ινδικτιώνος 6ης
Έπονται δώδεκα υπογραφαί Συνοδικών
[Η Πατριαρχική Επιστολή προέρχεται απο τα "Ανέκδοτα Εκκλησιαστικά Κείμενα" του Ευμενίου Φανουράκη]

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ: βαρύτατες κατηγορίες κατά Μελχισεδέκ

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ: βαρύτατες κατηγορίες κατά Μελχισεδέκ


27 - Νοεμβρίου - 1874


Η Δημογεροντία Ρεθύμνου θορυβήθηκε με την πατριαρχική επιστολή του 1874, η οποία έπαιρνε σαφή θέση υπέρ του Μελχισεδέκ στη διαμάχη Δημογεροντίας Ρεθύμνου και Ηγουμένου Βωσάκου και Χαλέπας. Θεωρήθηκε ότι ο Πατριαρχικός Έξαρχος Επίσκοπος Κώου υπαγόρευσε στον Μελχισεδέκ την καταγγελία προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι Δημογεροντίες της Κρήτης και οι κάτοικοι του νησιού, φοβήθηκαν μήπως δρομολογηθούν εξελίξεις για κατάργηση του "Διοργανισμού" και επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος, πράγμα που επιθυμούσαν πολλά μοναστήρια. Η Μονή Πρεβέλης, είχε πρόσφατα αμφισβητήσει και αυτή την υπαγωγή της στη Δημογεροντία Σφακίων. H περίπτωση της Πρέβελης, όμως, είχε περισσότερο τοπικιστικό χαρακτήρα. Υπήρχε μάλιστα και κοινωνική συναίνεση, δηλαδή οι κάτοικοι της επαρχίας Αγίου Βασίλειου, όπου υπάγεται η μονή, αντιδρούσαν στην υπαγωγή τους στη Δημογεροντία Σφακίων.
Οι Δημογεροντίες επωμίστηκαν ένα πολύ μεγάλο έργο και δεν υπήρχε η κατάλληλη υποδομή για τη διεκπεραίωση του. Oι περιπτώσεις κακοδιαχείρησης και εύνοιας δεν ήταν λίγες, αν και καταβάλλονταν τεράστιες προσπάθειες από τους επίσκοπους και τους δημογέροντες. Ταυτόχρονα πολλά μοναστήρια, αντιμετώπισαν εκείνη την περίοδο προβλήματα επιβίωσης. Έτσι προκλήθηκε δυσαρέσκεια εναντίον των Δημογεροντιών. Εκτός όλων αυτών εμφανίστηκε και υπερβολική γραφειοκρατία, ακόμα και για μικροέξοδα έπρεπε να υποβληθεί αίτηση προς τη Δημογεροντία για την έγκριση των δαπανών και τη χορήγηση του απαιτουμένου ποσού από τις Χριστιανικές Ορφανικές Τράπεζες.
H απάντηση της Δημογεροντίας Ρεθύμνης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την υπόθεση Χαλέπας και Βωσάκου περιείχε βαρύτατες κατηγορίες για τον Μελχισεδέκ:

" Παναγιώτατε Δεσπότα!
Ο οσιότατος εν Ιερομονάχοις Κυρ Μελχισεδέκ, επιστάτης των ιερών Μονών Βώσακος και Χαλεπάς, επέδωκεν ημίν την υπ' αρ 6863 τ. ε. σεβασμίαν Πατριαρχικήν και Συνοδικήν επιστολήν, δι ης η Υμ. Παναγιότης, μετά της περί Αυτήν Αγίας και Ιεράς Συνόδου εκτιθείσα τα κατά της Δημογεροντίας ταύτης παράπονα των εν ταις Ιεραίς Μοναίς ασκουμένων πατέρων, περί της αθλίας καταστάσεως εις ην αύται διατελούσιν, και περί του οποίου η Οσιότης των διάγουσι τεταλαιπωρημένον και εξευτελιστικόν βίον, εκδηλοί ημίν ότι προς διαταγήν ταύτην, Συνοδική διαγνώσει, παρεχώρησαν το δικαίωμα τοις παραπονουμένοις πατράσι της υπ' αυτών κατευθείαν ενοικιάσεως των Μοναστηριακών κτημάτων, εντέλλεται και παραγγέλλει ημίν, ίνα παραδώσωμεν αυτοίς εξέλεγξιν τους άχρι τούδε της διαχειρίσεως ημών λογαριασμούς, και δίδει το δικαίωμα τοις παραπονουμένοις πατράσι, ίνα επί παρουσία του Θεοφιλεστάτου Αγίου Ρεθύμνης και ημών ενοικιάσωσι τα Μοναστηριακά κτήματα, διαχειρισθέντες δε ταύτα, το εισπραχθησόμενον ποσόν, διαθέσωσιν προς απόσβεσιν των χρεών, και προς άλλας των Μονών ανάγκας, εκ του προκύψαντος δε τυχόν περισσεύματος βοηθήσωσι και τοις ενταύθα Σχολείοις.
Κατά των ανυποστάτων ταύτων αιτιάσεων και εκ προθέσεως κα ταγγελιών των Οσιωτάτων πατέρων, ουδόλως προτιθέμεθα να μα κρηγορήσωμεν, το μεν διότι η μήτηρ ημών Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, προ ετών λαβούσα υπ' όψιν Αυτής την υπό πολλάς απόψεις οικτράν κατάστασιν της υλικής και ηθικής θέσεως των εν Κρήτη ιερών σκηνωμάτων, και των εν αυτοίς ασκουμένων πατέ ρων, αναγνωρίσασα ταύτην εις των προς Αυτήν υποβληθεισών εκτενών και εμβριθών εκθέσεων της Ιεράς της Νήσου Μητροπόλεως, και πατρικώς περί τούτων μεριμνώσα, έθετο φραγ μόν εις την τοιαύτην κατάστασιν, διά της του Μοναστηριακού Κανονισμσύ επικυρώσεως, ον φραγμόν αδιαλείπτως και παντοιο τρόπως μελετώσιν η Οσιότης των να διαρρήξωσιν. To δε, διότι η Υμετέρα Παναγιότης και η περί Αυτήν Αγία και Ιερά Σύνοδος μακράς έχει ήδη υπ' όψιν αυτής εκθέσεις της εντίμου συναδέλφου Δημογεροντίας Σφακίων αφ' ενός, και αφ' ετέρου των τριών Δημογεροντιών Σφακίων, Ηρακλείου και Ρεθύμνης από κοινού, δι ης παριστάται Αυτή ου μόνον η αληθής και πραγματική κατά στασις των Ιερών Μονών, και η τας εκ μέρους των Οσιωτάτων πατέρων αντενεργείας προκαλούσα αφορμή, αλλά και η κοινή ευχή και η διακαής επιθυμία του Χριστιανικού της Κρήτης λαού, όπως η διά του Κανονισμού καθιερωθείσα τάξις διατηρηθή, και διότι πλήρη έχομεν την πεποίθησιν, ότι η μήτηρ ημών Μεγάλη Εκκλησία, καταβλέπουσα το ανυπόστατον των παραπόνων των οσιωτάτων πατέρων, εν τη περιναίω Αυτής, θέλει έτι μάλλον υπο στηρίξει την τάξιν ταύτην ην διέταξεν κατόπιν βαθείας και εμβριθούς σκέψεως. Προβαίνομεν όμως μετά σεβασμού ίva αντι ,,,,κρούσωμεν τας διά της εκθέσεως του Οσιωτάτου επιστάτου των Ιερών Μονών Βώσακος και Χαλέπας υποβληθείσας προς την Υμ. Παναγιότητα καθ' ημών καταγγελίας.
Διά μακρών εκτραγωδώντες οι αναφερόμενοι την των Ιερών Μονών αθλίαν κατάστασιν, υποβάλλουσιν ότι το Μετόχιον Χαλέπας και Βώσακος επί τετραετίαν εξεμισθώθησαν τα μεν αντί γρ 40000, τα δε αντί 58000, ότι ου μόνον ουδεμίαν ελάβομεν πρό νοιαν περί της αποσβέσεως των Μοναστηριακών χρεών, συνιστα μένων των μεν εκ γρ 43000 - και ανερχομένου ήδη μετά των τόκων εις σχεδόν 60000, του δε εκ γρ 22000, ανερχομένου δε ήδη εις γρ 40000 αλλά και τ' άπερ παρά των εκμισθωτών λαμβάνομεν χρήμα τα, αγνοούσιν η Οσιότης των που δαπανώνται, διότι ουδέποτε εδείξαμεν αυτοίς λογαριασμόν. Μετά λύπης όθεν Παναγιώτατε βλέπομεν την Οσιότητά των, ου μόνον υποβάλλοντας τη Μητρί εκκλησία πράγματα, ουδέποτε χώραν λαβόντων, αλλά και άγνοιαν προσποιουμένους επί λογαριασμών ους ελαβον υπ' όψιν εξήλεγ ξαν και υπέγραψαν ιδιοχείρως. Προς αναίρεσιν όθεν τούτων, όσον αφορά μεν την επί του Βώσακος διαχείρισιν ημών, διαβιβάζομεν εσωκλείστως ώδε εν αντιγράφω, περί μεν της διαχειρίσεως ημών τον υπό στοιχείον A' λογαριασμόν, επί δε της διαχειρίσεως της Συνοδίας τον υπό στοιχείον Β', εξ ων τρανώτατα καταφαίνεται ότι, η Δημογεροντία μετά την σύνταξιν του Κανονισμού εισέπρα ξεν από εκμισθώσεις Μετοχίων από 1ης Νοεμβρίου 1870 μέχρι 1ης 7βρίου 1872, ήτοι εις διάστημα ολοκλήρων 22 μηνών μόνον γρ)40, και δι' εν έτος από 1ης 7βρίου 72 μέχρι 31 Αυγούστου 73, γρόσια)40, και κατά τον προϋπολογισμόν της χρήσεως του ετέρου έτους μέχρι 31 Αυγούστου τ. ε. έμελλεν εισπράξαι γρό σια)40, ώστε aι των εκμισθώσεων εισπράξεις από 1ης Νοεμβρίου 1870 μέχρι 1ης 7βρίου τ. ε. ανέρχονται εις γρ 58000 όπως καταγίνονται να εξαπατήσωσι την μητέρα Μας Εκκλησίαν, και ότι κατά τον την 2 Οκτωβρίου 1870 υπό τον Πανοσιολο γιωτάτου Πατριαρχικού Εξάρχου Γρηγορίου Φωτεινού συντα χθέντα ισολογισμού της Μονής του Βώσακος, τα χρέη αυτής ανήρ χοντο εις γρ 21532 - και αφού έκτοτε μέχρι της 1ης 7βρίου τ. ε., επληρώθησαν τόκοι, συνδρομαί σχολείων κατά το υπό στοιχείον Γ' εν αντιγράφω συνημμένον έγγραφον γρ 3000 κατ' έτος, διάφορα ψιλοέξοδα ετήσια, και γρ 4250, δι αγοράν κτημάτων προς όφελος της Μονής, μεθ' όλα ταύτα το χρέος αυτής κατά την Ιην 7βρίου 73 κατήλθεν οριστικώς εις γρ 18914, και κατά τον προϋπολογισμόν της μέχρι του έτους Ιης 7βρίου χρήσεως έμελλεν κατελθείν εις γρό σια ως έγγιστα 10471 και 20)40 και ουχί εις το εις όπερ η Οσιότης των αναβιβάζουσι τούτο, ποσόν των γροσίων 40000.
Όσον αφορά δε την Ιεράν Μονήν της Χαλέπας, επισυνάπτομεν εν αντιγράφω περί μεν της διαχειρίσεως ημών τον υπό στοιχείον Δ' περί δε της Συνοδίας τον υπό στοιχείον E', εξ ων επίσης πασί δηλον γίνεται ότι, από της συντάξεως του Κανονισμού η Δημογεροντία εισέπραξεν από εκμισθώσεις Μετοχίων εις διάστημα είκοσι δύο μηνών, ήτοι μέχρι 1ης 7βρίου 72 γρ)40 και δια το μέχρι 1ης 7βρίου 73 έτος γρ)40, κατά δε τον προϋπολο γισμόν δια την χρήσιν του ετέρου έτους, μέχρι 1ης 7βρίου τ. ε., έμελλεν εισπράξει γρόσια) 40, ώστε η των εκμισθώσεων είσπραξις από 1ης Νοεμβρίου !870 μέχρι Ιης 7βρίου τ. ε. ανέρχε ται εις γρόσια 16865 - τό όποίον ενούμενον μετά γρ 27847 - ατινα ή Πανοσιότης του ο ηγούμενος της ιεράς Μονής Άγίου Παντελεήμονος, πρώην επιστάτης της ιεράς Μονής Χαλέπας, είσέπραξεν από ενοικιάσεις των εις Ηράκλειον κείμενων κτημάτων της Μονής, ανέρχονται εις το πόσον των γρ)40 εκ πωλήσεων και εκμισθώσεων και ουχί εκ γρ 40000 εκ μόνον εκμισθώσεων, όπως η Οσιότης των υποβάλλουσι προς την Ύμ. Παναγιότητα, καί ότι, κατά τόν τήν Ιην Δεκεμβρίου 1870 σννταχθέντα ισολογ σμόν της ιεράς Μονής Χαλέπας τα χρέη αυτής ανήρχοντο εις γρόσια)40 και ουχί 43000, αφού δε εκτοτε μέχρι 1 7βρίου τ. ε. επληρώθησαν οι τόκοι του χρέους τούτον, αί των Σχολείων συνδρομαί, ως ορίζει το εν αντιγράφω συνημμένον υπό στοιχείον ΣΤ' εγγραφον, τά διάφορα ψιλά έτήσια έξοδα, καί aι των Μοναστηριακών κτημάτων επισκευαί, κατόπιν των αναγκαίων τούτων δαπανών, το χρέος αυτής κατά την 1ην 7βρίου τ. ε. ανήρχετο εις το ποσόν των γρ)40, και μετά των ων η Συνοδία προς συντήρησίν της εσχημάτισεν δανείων εκ γρ)40, το όλον της Μονής χρέος ανήρχετο εις γρ)40 και ουχί εις το εις όπερ ή Οσιότης των αναβιβάζουσι τούτο υπέρογκον ποσόν των γροσίων 60000.
Βλέποντες δε Παναγιώτατε ότι τα χρέη της Μονής ταύτης κατά την σημερινήν αυτής διοίκησιν, δεν ήτο δυνατόν να καλυφθώσιν εκ των προσόδων αυτής, και επιθυμούντες την απόσβεσιν τούτων δι' άλλον τρόπον, ή δι' εκποιήσεως ακινήτων κτημάτων, ην η Μήτηρ ημών Αγία και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία επέτρεψεν ημίν δια της υπ' αρ και χρονολογίαν 3 Απριλίου 1872 Σεβασμίας αύτω επιστολής, εκ συμφώνου μετά του Οσιότατου Επιστάτου αυτής κυρ Μελχισεδέκ προέβημεν προ 4 μηνών εις την επί οκταετίαν εκμίσθωσιν των κτημάτων αυτής, εις το πέρας της οποίας η Ιερά Μονή ελευθερωθήσεται των χρεών της, αφού μάλιστα παραδώσαμεν τοις πατράσιν ικανόν προς συντήρησιv μέρος περιοχής, ως δηλοί τό εν αντιγράφω και υπό στοιχείον Ζ' συνημμένον έγγραφον.


Από της εκτραγωδήσεως της ελεεινής δήθεν καταστάσεως της Μονής, μεταβαίνουσιν η Οσιότης των εις την των ιδίων δήθεν δει νοπαθημάτων, ότι εκ της προσόδου της μικράς περιοχής μη ποριζόμενοι τα προς διατροφήν και ιματισμόν απολύτως αναγκαία, το πλείστον του χρόνου άγρια εσθίουσι χόρτα, κόπτουσι και πωλούσι ξύλα εις τας πόλεις και κατασκευάζουσιν άνθρακας, και ότι πάλιν εις τας της ιδίας αυτών συντηρήσεως μη εξαρκώντες ανάγκας, καταφεύγουσιν εις δάνεια τη αδεία ημών. Tη αληθεία, Παναγιότατε, δια των τοιούτων προς την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν καταγγελιών των Οσιωτάτων πατέρων, εις ου σμικράν περιαγόμεθα απορίαν, άτε δη αναλογιζόμενοι ότι εις μεν την τον Βώσακος Μονήν ασκώνται ουχί πλείονες των εξ πατέρων, εις δε την της Χαλέπας μόνον τρεις, οίτινες καίτοι τας προσόδους απεράντου και γονίμου περιοχής νέμονται, τοσαύτας μελίσσας, πρόβατα και άλλα ζώα, ως φαίνονται εις το. υπό στοιχείον Γ' καί ΣΤ' έγγραφα, καίτοι δαπανώντες ικανόν κατ' έτος ποσόν χρημάτων, προς πολυτελή όντως ειπείν διατροφήν καί ενδυμασίαν αυτών, ως κατάδηλον γίνεται εκ των συνημμένων εν αντιγράφω υπό στοιχείον Β' και Ε' λογαριασμών της περιοχής και ολίγιστα δαπανώντων προς την καλλιέργειαν, ένεκεν της προς ταύτην ολιγωρίας αυτών, καίτοι διατηρώσιν υπηρέτας προς ιδίαν ανάπαυσιν, και ιδίως η της Ιεράς Μονής του Βώσακος Συνοδία ήτις εκτός των της περιοχής προσόδων, εξεποίησαν εν δάσος εκ προαιωνίων δένδρων, προς εκκοπήν ξύλων και έλαβον (. ) γρόσια)40, ως φαίνεται εις τον υπό στοιχείον Β' συνημμένον εν αντιγράφω λογαριασμόν της περιοχής τον 73, κατέσχον αυθαιρέ τως κατά τό 1872 χρήματα, άπερ κατά τον Κανονισμόν ήσαν προω ρισμένα εις την απόσβεσιν των της Μονής χρεών ήτοι γρ 6570, και ισάριθμον ποσόν εξ ελαιολάδου, ως εξάγεται εκ τον υπό στοιχείον Β' συνημμένου εν αντιγράφω λογαριασμού, και δη και κατέφυγον εις δάνεια, εν τούτοις όμως τολμώσιν η Οσιότης των να υποβάλουσι τη Υμετέρα Παναγιότητι ότι εσθίουσιν άγρια χόρτα, ότι διάγουσι βίον τεταλαιπωρημενον και εξευτελιστικόν, και ότι κατασκευάζουσιν άνθρακας, ενώ αν ποτέ τοιούτοι κατασκευασθώσιν, γίνονται υπό των υπηρετών της Μονής, εκ των ων οι ξυλοκόποι εγκαταλείπουσι τη Μονή αφθόνων μικρών καυσοξύλων.
Κατόπιν των όσων ελάβομεν την τιμήν να υποβάλωμεν προς την Υμετέραν Παναγιότητα και την περί Αυτήν Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον, προς αναίρεσιν των καθ' ημών καταγγελιών των Οσιωτάτων πατέρων, θερμοπαρακαλούμεν ευσεβάστως Αυτήν, ίνα επιτρέψη ημίν ίνα Tη υποβάλωμεν ότι μετά ψυχικού άλγους είδομεν, ότι μονομερώς ακούσασα, κατ' ερήμην αποφαίνεται κατηγορηματικώς καθ' ημών, ότι ηνέχθημεν εν ασυγγνώστω απαθεία, ίνα μήτι χείρον είπη, όπως οι ενασκούμενοι πατέρες διάγωσι τοιούτον τεταλαιπωρημενον και εξευτελιστικόν βίov, εις την περίναιαν δε ευθυδικίαν και αμερόληπτον Αυτής κρίσιν πεπειθότες, παρηγορούμεθα ελπίζοντες ότι το αληθές και βάσιμον της παρούσης εκθέσεως ημών εκτιμώσα, ου μόνον θέλει επιτιμήσει τοις πα ραπονουμένοις πατράσι, δια το μη αληθές και ανυπόστατον των καταγγελιών αυτών, αλλά θέλει ενισχύσει την εν Κρήτη Μοναστηριακήν τάξιν, δια πατρικής Αυτής πράξεως, ίνα μη τον λοιπού οι Οσιότατοι πατέρες παρεμβάλωσι προσκόμματα εις την εφαρμογήν του Μοναστηριακού Κανονισμού, την παραβίασιν του οποίου, δια των ων μετέρχονται μέσων, σταθερώς και ακλονήτως εσμέν διατεθειμένοι να μην επιτρέψωμεν τη Οσιότητι των, καθόσον αύτη ου μόνον προς υλικήν των ιερών Μονών ζημίαν τείνει εκ προμελέτης, αλλά και παρέχει αυτοίς τα μέσα του διάγειν βίον αχαλίνωτον, ον και προ τον Κανονισμού διάγοντες, όπως μακρά πείρα απέδειξεν, πόρρω απείχον του να δύνανται να λογισθώσιν βαδίζοντες κατά το πνεύμα τον κατά την θείαν παραγγελίαν αληθινού μοναχικού βίου.
Περαίνοντες την παρούσαν, Παναγιότατε, και Αγία και Ιερά Σύνοδος, ενδομύχως λυπούμεθα, αναγκαζόμενοι να ομολογήσω μεν ότι, καίτοι η κατά τον Κανονισμόν Μοναστηριακή υπηρεσία ήτο πρωτοφανής ως προς τας Δημογεροντίας, και ο κατ' αυτόν προς τους οσιωτάτους πατέρας επιβαλλόμενος βίος κάπως ασυνήθης και ήκιστα ελαφρός, απέναντι τον ούπερ πρότερον διήγον. μολαταύτα και η Οσιότης των και ημείς, τό εφ' ημίν πάντες από κοινού παντί σθένει επιδιώκομεν τήν όσον ενείν πιστοτέραν εκτέ-λεσιν των διατάξεων του Κανονισμού τούτον, καθό την υλικήν καί ηθικήν ωφέλειαν αυτού ορώντες, καί βαίνομαι αγογγύστως εις την εφαρμογήν αυτού, προπαρασκευάζοντες ούτω μέλλον ευχάριστον και ωφέλιμον προς το συμφέρον των Ιερών Μονών καί της πατρίδος, καί προς βίον άνετον καί αρμόζοντα προς τό Μοναχικόν σχήμα. Δυστυχώς όμως μετά την άφιξιν τον τελευταίου εις Κρήτην Πατριαρχικού Εξάρχου. Σεβασμιωτάτου Αγίου Κώου, ου μόνον προσκόμματα ήρχισαν να παρεμβάλωνται υπό των Οσιωτάτων πατέρων εις την εφαρμογήν του Κανονισμού, αλλά και γογγυσμοί ν' απευθύνονται προς την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, κατ' αυτής της υπάρξεως τον Κανονισμού, διότι αγνοούμεν πόθεν ορμωμένη ή Σεβασμιότης Του, ου μόνον μομφάς εξέφρασεν ενώπιον ημών κατ' αυτού, καί προείπεν ημίν ότι, άμα εις την Βασιλεύουσαν αφιχθείσα, θέλει ποιήσει ένθα δει τα προς καταστροφήν των απαιτούμενα βήματα., αλλά καί αυτούς τους Οσιωτάτους ηγουμένους, όπως ή Οσιότης των διακηρύττουσι, τους μεν παρεκίνησεν, τους δε προσεπάθησε να πειθαναγκάση όπως υποβάλωσι παράπονα προς την Υμετέραν Παναγιότητα καί τήν περί Αυτήν Αγίαν καί Ιεράν Σύνοδον κατά τον Κανονισμού, υποσχόμενη τήν ως εκ της θέσεώς της συνδρομήν διά τήν ακύρω σίν του, καί τήν Οσιότητά του δε τον Επιστάτην των Ιερών Μονών Χαλέπας και Βώσακος Κυρ Μελχισεδέκ, προς τό βήμα τούτο παροτρύνουσα, υπηγόρευσεν τη Οσιότητί του, ως αυτή αύτη εδήλωσεν ημίν, ην διηύθυνε προς τήν Υμ. Παναγιότητα αναφοράν.
Της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος καί της περί Αυτήν Αγίας και Ιεράς Συνόδου τέκνα ευπειθή.
Εν Ρεθύμνη Κρήτης την 11 9βρίου 1874
Οι Δημογέροντες
Εμμ. N. Πορτάλιος
Λεωνίδας Π. Ματθαιουδάκης
Στυλιανός Βαρδάκης
Στυλιανός Περισάκης
Ο της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Αρκαδίου Ηγούμενος Νεόφυτος
Ο της Ιεράς Μονής Αρσανίου Επιστάτης Μελέτιος Ιερομόναχος
Ο της Ιεράς Μονής Χαλεβή Επιστάτης Μελέτιος Ιερομόναχος
Προσυπογραφθείσης της παρούσης υπό των ανωτέρω Πανοσιωτάτων, η Οσιότης του ο των Ιερών Μονών Βώσακος καί Χαλέπας επιστάτης, αναγνούς καί επιβεβαιώσας το περιεχόμενον αυτής και επαναλαβών ότι η Σεβασμιότης Του ο Άγιος Κώου, ου μόνον παρεκίνησεν την Οσιότητά του εις το καταγγείλαι την Δημογεροντίαν ενώπιον της Υμετέρας Παναγιότητος αλλά και υπηγόρευσεν την αναφοράν του, δεν υπέγραψεν, προφασιζόμενος ότι δεν τολμά υπογράψαι πράξιν ελέγχουσαν την Θειότητά του ψευδομένην, καθό δηλώσασαν άγνοιαν επί (......) ους υπέγραψαν.
Ρεθύμνη Νοεμβρίου
Οι Δημογέροντες
Από το "Αρχείο Δημογεροντίας Ηρακλείου" της Βικελαίας Βιβλιοθήκης
και "Τα Μοναστήρια της Κρήτης" του Νίκου Ψιλλάκη

Απάντηση Δημογεροντίας Ηρακλείου

Απάντηση Δημογεροντίας Ηρακλείου

Ο ηγούμενος Μελχισεδέκ είχε αποσπάσει Πατριαρχική Επιστολή με την οποία οι Μονές Βωσάκου και Χαλέπας, όπου επιστατούσε, εξαιρούνταν από τη διαχείρηση των Δημογεροντιών. Αυτό είχε προκαλέσει σκάνδαλο στην Κρήτη, όλες οι δημογεροντίες θορυβήθηκαν και φοβήθηκαν μην τυχόν ακυρωθεί το έργο τους που αποσκοπούσε στη δημιουργία σχολείων σε όλη την Κρήτη και στη μεταβολλή της οικονομίας από μοναστηριακή, φεουδαρχικού τύπου σε ατομική- αγροτική ιδιοκτησία. Όλες οι Δημογεροντίες πήραν θέση κατά του Μελχισεδέκ, διαμαρτυρήθηκαν στο Πατριαρχείο και τελικά κέρδισαν υπόσχεση του Πατριάρχη Ιωακείμ Β' για την εφαρμοφή του "Διοργανισμού". Η επιστολή της Δημογεροντίας Ηρακλείου παρατίθεται παρακάτω :

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ.

" Ελάβομεν το υπ' αρθ. 2511/1498 καί ημερομηνίαν 2 τρέχοντος μηνός έγγραφον υμών και διά της εν αυτώ συνημμένης φορτωτικής του Lloyd τον αποσταλέντα ημίν φάκελλον. Διεξελθό ντες δε το περιεχόμενον των εντελλομένων εγγράφων, δεν δυνάμε θα να παραστήσωμεν υμίν ηλίκην ησθάνθημεν ενδόμυχον αγαλ λίασιν επί των δι αυτών εκτιθεμένων τη Μεγάλη ημών Μητρί Εκκλησία συννωδά τω Μοναστ. ζητήματι και τοις εσχάτοις κακο βούλοις συμβάσι και ενεργηθείσι καθ' υμών υπό πατέρων εκτρα χηλισθέντων ένεκα της εν τω μέσω αυτών εκχαλκευθείσης ραδι ουργίας υπό ανθρώπων, αφ ων ουδόλως ανεμένετο τοιαύτη κακό τροπος και όλως αντεθνική διαγωγή. Τοσούτον απεναντίας κατη υχαρίστησεν ημάς ο κατάλληλος τρόπος και η επιδεξιότης υμών προς το παραστήσαι τη Εκκλησία τα καθέκαστα των λαβόντων χώραν επί τη προκειμένει περιστάσει, άτινα δεν αμφιβάλλομεν ότι αύτη λαμβάνουσα υπ' όψιν, θέλει δικαίως υμάς τόσω μάλλον όσω αυτά καθ' εαυτά τα πράγματα εναργώς αποδεικνύουσι τον ιδιοτελή σκοπόν των αντιπατριωτικώς ενεργούντων κατά της τα κτοποιήσεως των Μοναστ. ημών πραγμάτων. Διό και εκφράζοντες υμίν την επί τούτω ευάρεσκειαν ημών, αναγγέλλομεν υμίν μετ' αφά του χαράς ότι ποοαποσταλείσα τη Εκκλησία κοινή ημών έκθεσις επί του αναφανέντος σκανδάλου κατά της Μοναστ. τάξεως, εισή νεγκε το προσδοκώμενον αποτέλεσμα, υποσχεθείσης της A. Πανα γιότητος εις τον επιδόσαντα ταύτην Εξοχώτατον Χρηστάκην Εφέντην Ζωγράφον, ότι ουδόλως επιθυμούσα να παραβιάση τον Διοργανισμόν των εν Κρήτη Ιερών Μονών, θέλει ενεργήσει όπως μη κωλυθή η εσαεί εφαρμογή αυτού. Εάν θέλετε δε παρατηρήσει εν τω εv αντιγράφω συνημμένω προς υμάς εγγράφω της A. Εξοχότητος, ίσως δε και εν τω προς υμάς ιδία εσωκλείστω διαβι βαζομένω, ο φιλοξενέστατος και μεγάθυμος ούτος ανήρ μολονότι δεν απεδέξατο την εν τη Εθνοσυνελεύσει αντιπροσωπείαν της Νήσου ημών διά_λόγους ους θέλετε παρατηρήσει εν τοις εγγρά φοις αυτού, ουχ ήττον εν τη άκρα αυτού φιλοξενεία και εν τη προς την πατρίδα ημών ζωηρά αυτού συμπαθεία , ανέλαβε πάνυ φιλο καγάθως την υπεράσπισιν του ενδιαφέροντος ημάς ζητήματος, χά ριν της επιτυχούς λύσεως αυτού, ήτις δεν αμφιβάλλομεν, δεv θέλει βραδύνει επί πολύ, καθ' ην θπό της Παναγιότητός Του εδόθη υπό σχεσις, πεποίθαμεν δε ότι αύτη θέλει εκτελεσθεί μετά την επάνο δον του νέου ημών Μητροπολίτου.
Eιi και θεωρούμεν ουχί λίαν αναγκαίαν την αποστολήν της νέας υμών εκθέσεως κατόπιν του αποτελέσματος της προαποσταλείσης, ουχ ήττον δεν θέλομεν λείψει να διαβιβάσωμεν ταύτην μετά των συνοδευόντων αυτών Νομών προς τον προς ον όροv διά της A. Εξοχότητος του Χρηστάκη Εφέντου Ζωγράφου, όστις, πεποίθα μεν ότι πάνυ ευχαρίστως θέλει παρέχει την ευεργετικήν αυτού συνδρομήν προς παν ό,τι αφορά το συμφέρον του τόπου ημών.
Ev τούτοις επιφυλαττόμενοι να συνεννοηθώμεν μεθ' υμών καθ όσον αφορά την νέαν εκλογήν του εν τη Εθνοσννελεύσει αντιπρο σωπεύοντος την πατρίδα ημών διατελούμεν, διαβεβαιούντες υμάς περί της αδελφικής αγάπης και εξαιρέτου υπολήψεως ημών.
Ο προεδρεύων
Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος
Oι Δημογέροντες Εμμ. Κονταξ(άκης)
ΧΔΚ Ιωαννίδης
Στ. Χατζηδάκης
Ο Γραμματεύς
Α. Ξανθουδίδης

[Από το Αρχείο Δημογεροντίας του Ηρακλείου που βρίσκεται στη Βικελαία]

Το Επιτίμιο του 1875

Το Επιτίμιο του 1875

Ο ηγούμενος της μονής Βωσάκου και επιστάτης της μονής Χαλέπας Μελχισεδέκ (Βαρδιάμπασης), δεν συμπάθησε ποτέ το σύστημα της Δημογεροντίας. Δεν μπορούσε να ανεχθεί "την περιουσία του" να την χειρίζονται πρώην εργάτες του και "ξένοι" οι οποίοι είχαν ενοικιάσει τα "χωράφια του", δηλαδή τα χωράφια του μοναστηριού . Τα οικονομικά της μονής Βωσάκου και Χαλέπας βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση εξαιτίας των συνεχών επαναστάσεων, αφού λάμβαναν μέρος σ' αυτές συνεχώς και μάλιστα πρωτοστατούσαν. Τ ο αρνητικό κλίμα επέτειναν οι κλοπές και οι διαρπαγές των προϊόντων, των ζώων και των χωραφιών από τους κατοίκους των γύρω χωριών και μετοχιών. Γεγονότα που αποτελούσαν ανασταλτικούς παράγοντες ανάπτυξης των μοναστηριών. Η Δημογεροντία είχε ενοικιάσει μεγάλο τμήμα χωραφιών (απ' τα οποία είχε ήδη εισπράξει περίπου 20.000 γρόσια), έκανε όμως "τα στραβά μάτια" ή "παρακινούσε" υφαρπαγή χωραφιών, εργαλείων, ζώων και προϊόντων από το Μοναστήρι. Οι Δημογεροντίες θεωρούσαν ότι η υπαγωγή χωραφιών στη δικαιοδοσία των μοναστηριών αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα της οικονομίας του τόπου και των Κρητικών, οι οποίοι έπρεπε να περάσουν στη φάση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας. Κάθε πολιτική που παρεμπόδιζε αυτές τις προοπτικές θεωρούνταν αντεθνικές και αντιπατριωτικές. Έτσι ο Μελχισεδέκ απευθύνθηκε στο Πατριαρχείο για άλλη μια φορά, ζητώντας έκδοση επιτιμίου, επιτίμιο είναι συνδυασμός επίπληξης και μη ονομαστικού αφορισμού, αφού δεν είναι γνωστοί οι δράστες των κλοπών ή μάλλον όλοι εκείνη την περίοδο "έκλεβαν" αφού το πολιτικό κλίμα το επέτρεπε και το ευνοούσε. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β', αντέδρασε αμέσως στην αίτηση και εξέδωσε Επιτίμιο που απευθύνεται στον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, στους κληρικούς , στουςΔημογέροντες αλλά πάνω απ' όλα στους χριστιανούς κατοίκους της περιοχής.

Το Επιτίμιο του 1875 : « ….Οι οσιώτατοι πατέρες των αυτόθι κειμένων ιερών ημετέρων Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μοναστηρίων Βώσακος και Χαλέπα ανήγγειλαν ημίν ότι ανευλαβείς τινές και φιλάδικοι υπεξαιρούσιν αιγοπρόβατα εκ των ποιμνίων και διάφορα γεωργικά εργαλεία, γυμνούσι μελίσσια, παραχαράττουσι τα όρια γαιών και αγρών αυτών. Και πολυειδείς άλλας ζημίας επιφέρουσιν προς βλάβην αυτών καιρίαν. Εφ’ ω και εζητήσαντο το παρόν ημέτερον Εκκλησιαστικόν φρικτόν επιτίμιον κατά των ανευλαβών τούτων και προς εξάλειψιν των επιζημίων ταις ιεραίς μονές τολμημάτων. Τούτου χάριν γράφοντες ει ούτως αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν Αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα όσοι των χριστιανών ετόλμησαν , ή τολμήσωσιν τυχόν του λοιπού χείρα άρπαγα και ιερόσυλον βαλείν επί των μοναστηριακών ποιμνίων και μελισσίων και των γεωργικών εργαλείων και λοιπών πραγμάτων των ιερών μονών Βόσακος και Χαλέπα, ή τα όρια των γαιών αυτών μετακινήσας επί ιδία μεν ωφέλεια, βλάβη δε και ζημία των ιερών περί ων ο λόγος σκηνωμάτων, αυτοί δε ως φιλάδικοι, πλεονέκται και ιερόσυλοι έτι και εκ των χριστιανών οίδασι τους τολμήσαντας του λοιπού τοιαύτην αδικίαν επενεγκείν προς αυτά, και μη μαρτυρήσωσι αυτούς όπου δει δια την κατά χώρον των αλλοτρίων δικαίων αποκατάστασιν, αλλά χαριζόμενοι, ή φιλοπροσωπούντες ή άλλως πως διτιθέμενοι σιωπήσωσιν, ως επίσης και ούτοι συνευθυνόμενοι και της αληθείας και του δικαίου αντίμαχοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, η οργή του Θεού είη επί τας κεφαλάς αυτών και προκοπήν μήποτε ίδοιεν, έχοντες και πάντων των απ’ αιώνος αγίων και των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων της εκκλησίας Πατέρων των εν τη Νικαία και των λοιπών πανσέπτων Οικουμενικών Συνόδων, εάν μη ποιήσωσιν ως γράφομεν. ΑΩΟΕ (1875) εν μηνί Ιουλίω Ινδικτιώνος Γης . Υπογράφουν ο Κυζίκου Νικόδημος, ο Χαλκηδόνος Καλλίνικος, ο Σερρών Νεόφυτος, ο Βελεγράδων Άνθιμος, ο Γρεββενών Κύριλλος, ο Βυζύης Αμβρόσιος, ο Κώου Γερμανός»
[Πατριαρχικόν Επιτίμιον…..Ν. Παπαδογιαννάκη] .

H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1866 ΣΤΟ ΜΠΑΛΙ.

H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1866 ΣΤΟ ΜΠΑΛΙ.

O όρμος του Μπαλί ήταν ένας από τα
βασικά σημεία ανεφοδιασμού των επαναστατών κατά το 1866 -1869,
αλλά και πύλη εισόδου των εθελοντικών σωμάτων που ήρθαν από την
ελεύθερη Ελλάδα για να πολεμήσουν στο πλευρό των Κρητών.
Στον όρμο του Μπαλί αποβιβάστηκε το 1866 ο Πάνος Κορωναίος
και εκεί συγκεντρώνονταν οι άμαχοι περιμένοντας πλοίο να
αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1867 εμφανίστηκε,
μάλιστα, εκεί ένα τουρκικό πολεμικό πλοίο και βομβάρδισε τους
συγκεντρωμένους σκοτώνοντας δυο παιδιά.(Ιστορία Κριάρη).
Oι Τούρκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την περιοχή και να χτίσουν
ένα πύργο, ούτως ώστε να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών
και την αποβίβαση εθελοντών. To Σεπτέμβρη του 1868 ξεκίνησαν από το
Ρέθυμνο 10 τάγματα τουρκικού στρατού για να οχυρώσουν τους όρμους
του Μυλοποτάμου και της Αγίας Πελαγίας στο Μαλεβίζι. Έφτασαν στο Μπαλί
και στο Φόδελε καί άρχισαν να χτίζουν πύργους. 'Hταν η εποχή που ο
τουρκικός στρατός προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές στην περιοχή.
Οι επιδρομές των Τούρκων εναντίον της μονής κατά την επανάσταση του
1866 -1869 ήταν συνηθισμένες. To 1866 ταχτικός στρατός και άταχτοι
τη λεηλάτησαν, αφού βεβήλωσαν τους ιερούς χώρους της.
H πληροφορία προέρχεται από επιστολή του Γ. Καλοκαιρινού,
προξενικού πράκτορα της Ελλάδος στο Ρέθυμνο, προς τον Πρόξενο της Ελλάδος
στα Χανιά N. Σακόπουλο : "Μανθάνομεν ότι προ τινων ημερών Οθωμανοί
τακτικοί και άτακτοι εγύμνωσαν ολοτελώς το Μοναστήρι τον Βαλή βεβηλώσαντες
και τους ιερούς ναούς αυτού” (Πρεβελάκη-Μπεκιάρη :
Έκθεση των εν Κρήτη Προξένωντης Ελλάδος).
Εκείνη την εποχή αναδείχτηκε σε θρυλική φυσιογνωμία του αγώνα ένας καλόγερος
της μονής, ο οποίος όχι μόνον έλαβε μέρος στην επανάσταση,
αλλά τα κατορθώματα του έγιναν τραγούδι και τραγουδήθηκαν από τους υπόδουλους
κρητικούς, που αναζητούσαν την ελπίδα σε ηρωικές πράξεις και έργα.
Πρόκειται για το Γεράσιμο Πικράκη, κατοπινό ηγούμενο της Μονής Μπαλί.
Ήταν πολύ νέος, περίπου 25 ετών, όταν πήγε στη Σύρο για να φέρει πολεμικό
υλικό στους επαναστάτες της Κρήτης, με το πλοίο του Βασίλη Σοφού.
Οι Τούρκοι, όμως, κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το πλοίο κοντά στην
Αγία Πελαγία Μαλεβιζίου. Έσφαξαν αμέσως τον πλοίαρχο και το γιό του
και οδήγησαν τους άλλους επιβάτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Γεράσιμος,
στη Σούδα. O Γεράσιμος κατάφερε να δραπετεύσει..(Τιμ. Βενέρη : Το Αρκάδι)

"Ενας πατέρας του Μπαλιού Γεράσιμος Πικράκις
πολύς και μέγας στην καρδιά μα στο κορμί μικράκις
σαν άρχιξεν ο πόλεμος εις τo νησί τσή Κρήτης
κι αυτός εζώστη τ' άρματα σαν τον καλό πετρίτη
εχύθηκενε τσή Τουρκιάς με τσοί συνάδελφούς του

φόβο και τρόμον έδωκε τσοί άπιστους εχθρούς του.
Ma τό μπαρουτομόλυβο θωρεί και λιγοστεύγει
σ' ένα βαρκάκι μπήκενε στη Σύρα κατεβαίνει
και βρίχνει τήν επιτροπή κι απόκοτα τσή λέει
τσή Κρήτης τήν καταστροφή καί σύντομα γυρεύγει
όπλα, πολεμοφόδια, πετσί, ψωμί, κανόνι
είς τον Βασίλη, τον Σοφού τό πλοίο τα φορτώνει.
Καί ξεκινά μέ δέκα τρεΙς όμοιους επιβάτες
καί γιά τή Κρήτη τρέχουνε νά 6ρου τζ' επαναστάτες
θάρρος νά τώνε δώσουνε νά τσοι παρακινήσου
νά μήν αφήσου τήν Τουρκιά μά νά τήν κυνηγήσου

Ως τε νά μασέ βαρεθή να φύγη απού τήν Κρήτη
στή Μέκκα νά πρεμαζωχτή μέ τρόμο και με λύπη.
Αλλά εις τήν επιστροφή δεκάξε Οκτωβρίου
εις την Αγία Πελαγιά έξω του λιμανίου
έva βαπόρι τούρκικο εφάνηκε μπροστά ντω
και εκυρίευσεν αυτούς και όλα τ' άρματά ντω.
Εσφάξαν τό Βασίλειο και τον υιό του ομάδι
τσ' υπόλοιπους εδέσανε μπιστάγκωνα ως το βράδυ
ώσπου και τσ' ανεβάσανε στη Σούδα στη φεργάδα
πάλι σφιχτά τσ' εδέσανε σε χέρια και ποδάρια
Τέσσερις μέρες σήμερο που μασέ κοπανίζου
και όντε θα φωνιάζωμε περίσσα μας λαχτίζου.

- Δεv άκουσα και πήγαινε μα μπλιό δε σας πειράζου
εγώ ντεπίχι τσοίκαμα γρίκα τσοι, αναστενάζου!
Πάλι ο Πασάς εδιάταξε τότε τσοι στρατιώτας
και πάλι τους εδέσανε καθώς ήταν και πρώτας.
Πάνω τσοί δέκα τέσσερις ημέρες κατεβαίνει
να διορθώση ο μαραγκός μια τά6λα εκεί σπασμένη
Μέσα στα εργαλεία ντου είχενε και μια λίμα
κλέφτει την ο Γεράσιμος κόβγει την αλυσίδα
στρέφεται κάτω καί θωρεί προς τον σκοπόν το μέρος
σαν όφις ετινάχτηκε κάτ' από το πορτέλο.
Στη θάλασσα κολυμπητός δυώ 'ρες να ξημερώση,
κι οι βάρκες τόνε κυνηγού για να μην αποσώση.
Ma ο Πατέρας έπλεγε καλλιά παρά τη βάρκα
χωρίς κιανένα φόρεμα, παπούτσι γη στιβάνι
θάμα μεγάλον ήτανε πως να μην αποθάνη
εις τα βουνά-ν- εχιόνιζε και που να βρει ανθρώπους
για να τον εγλυτώσουνε aπού τσοι τόσους κόπους.
Με εγνοιανό πορπάτισμα 'ποσώνει εις το Στύλο
μα εκεί δεν ήβρεν άνθρωπο μηδ' όρθα μηδέ σκύλο.

Απού το Στύλο προχωρεί στο Πρόβαρμα σιμώνει
στση Μαχαιρούς δεν έγνεψε και φτάνει στο Πεμόνι.
Εκ' ηύρεν ένα νάθρωπο κι ελέγα ντον Χαρίτο
μια βράκα μόνο τούδωκε ποκάμισο δεν ήτο.
Οι Τούρκοι τονε κυνηγού τρομάρα τονε πχιάνει
κι ως ήτονε ξυπόλητος είς του Πατσούρο φτάνει.
Aπ' του Πατσούρο το πρωί στ' Ασκύφου ανεβαίνει
τσ' επαναστάτες ήβρενε και αρχινά να λέη
τα. πάθη και τα βάσανα πού δενε στη φρεγάδα
απου τσοι βαρβαρότουρκους με τ' άλλα παλληκάρια.
To δημοτικό τραγούδι διασώζει στη μνήμη και την καταστροφή
της μονής από τους Τούρκους:
" Aς τον αφήσομεν αυτό πούφυγε με το πλοίο
κι ας πούμε για το Μουσταφά που τόμαθε και κείνος.
Kι αμέσως εδιάταξε και το στρατό και φτάνει
και τα πολεμοφόδια έπασχε για να πάρη.

Πρωί-πρωί σηκώθηκε κι ήρθε στο Μοναστήρι
και δεν επόμεινε κελλί να μη το αναγείρη
και τα μπαρούθια ζήτανε, γύρευε τον πατέρα.
Ma ούλα πήγαν μάταια εκείνη την ημέρα.
Και σαν δεν τον ηυρήκανε την αδερφή του παίρνου
'va δούλο κι ένα μαθητή και στη στιγμή τσοι δένου.
Kι αποκειδά τσοι παίρνουνε στ' Αγγελιανά τσοι πήγα
εκειά που είχεν ο Πασάς στεμένα τα τσαντήρια.
Ύστερις τσοι ρωτούσανε τάσσου ντω και παράδες
βάνου τζοι κι εις τη φυλακή κάνου τρεις εβδομάδες.
Απόλυσέ-ν-τζοι ύστερις κι είπε-ν- αν τονε πιάση
ωρκίσθη στο ιμάνι ντου πως θα τονε κρεμάση. "

H παράδοση αναφέρει ότι κι άλλη φορά κατάφεραν να τον συλλάβουν
Οι τούρκοι, αλλά τον ελευθέρωσε ένας μπέης από το Ηράκλειο,
το παιδί του οποίου είχε σώσει ο Γεράσιμος.
Το δημοτικό τραγούδι αναφέρει και αυτή τη σλυλληψη και αποφυλάκισή του.

«Λίγος καιρός επέρασε συνέλευση εγίνη
και τα μπαρουτομόλυβα εις τσ' αρχηγούς τα δίδει.
Έκατσε να ξεκουρασθεί μα μια Τετάρτη μέρα
πάνε πάλι νιζάμιδες και πιάνου - το-ν- Πατέρα
αμπώθου και τσινούντονε πιστάγκωνα το δένου.
Στση Σείσες τον επήγανε κι άπονα τονε δέρνου.
Ύστερα τον επήρανε στο Κάστρο τονε πάνε.
Και στο βαπόρι βάλα ντον κι αμέσως το κρεμάνε.
Κρεμουν τον από τα μαλλιά στ' άλμπουρο στο βαπόρι.
Κόβγεται ξεπατώνεται η γι' όμορφή ντου κόμη.
Επήγαντο-ν κι εις τα Χανιά στη φυλακή το-ν- βάλα
κι' εκειδά τον εδέσανε με σίδερα μεγάλα.
Τον ανεβάσα στου Πασά για να τονε δικάσου
να τώνε δώση την εξά να πα να τονε σφάξου.
Όντεν-τον εμπροστένανε εις το Κονάκι φτάνει
Τούρκος απού στα χέρια ντου εβάστανε φιρμάνι
και δίδει το εις τον Πασά κι' αυτός σκυφτά διαβάζει.
Σιγά-σιγά σηκώνεται και τούτα διατάζει:
Αφήστε τον η τον Παπά δεν έχω ήντα κάμω
γιατ' έχω τέθοιο ντεσκερέ ντρέτ' απύ το Σουλτάνο
Ως τ' άκουσεν ο γούμενος Μέγα Θεό δοξάζει
κι' οι τούρκοι τον αφήκανε στο μοναστήρι πάει

Απ' το βιβλίο του Μιχ. Παπαδάκη για το Μπαλί

και του Νίκου Ψιλάκη για τα μοναστήρια της Κρήτης