Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2007

«Βυζάντιο και Οθωμανοί είναι μία συνέχεια», ο Αχμέτ Ερτούγκ καταγράφει την πολυπρόσωπη Τουρκία

«Βυζάντιο και Οθωμανοί είναι μία συνέχεια»
Ο Τούρκος αρχιτέκτων και φωτογράφος Αχμέτ Ερτούγκ καταγράφει την πολυπρόσωπη πατρίδα του

Συνέντευξη στον Νικο Βατοπουλο

Ιχνηλάτης της βυζαντινής και οθωμανικής Τουρκίας, ο Αχμέτ Ερτούγκ (γεν. 1949) έχει αναδειχθεί σε μία φυσιογνωμία του εκδοτικού χώρου και όχι μόνο στην πατρίδα του. Ο Ερτούγκ, από το 1978 που ξεκίνησε τα φιλόδοξα σχέδιά του, είναι ο δημιουργός μίας σειράς πολυτελών λευκωμάτων που απευθύνονται σε διεθνή πελατεία με υψηλή αγοραστική δύναμη. Το νέο του βιβλίο με τίτλο στα αγγλικά «Η ιερή τέχνη της Καππαδοκίας», κυκλοφόρησε όπως και τα προηγούμενα από τον εκδοτικό οίκο Ertug & Kocabiyik, και είναι η κορωνίδα μίας συλλογής τίτλων που περιλαμβάνουν θέματα από την Αγία Σοφία, τη Μονή της Χώρας, την Ανατολία και τα μετάξια της οθωμανικής αυλής ως την τέχνη της Απω Ανατολής. Αυτό που ευαγγελίζεται ο Ερτούγκ είναι η ανάδειξη της Τουρκίας των αυτοκρατοριών, αυτοκρατόρων των ελληνόφωνων Ρωμαίων, των Βυζαντινών, ή σουλτάνων των οθωμανών. Τις φωτογραφίες του, που τις ανασύρει από ορυχεία μνήμης, σαν σκονισμένα εικονίσματα και πτυχωμένα υφάσματα, τις φέρνει σε ένα εκτυφλωτικό χρυσό φως σαν τρόπαια, λάφυρα ή κειμήλια. Υπάρχει έντονη η αίσθηση του ιερού. Πέρα από τη φωτογραφική συγκομιδή όμως ο Αχμέτ Ερτούγκ μιλάει εμμέσως για την ταυτότητα της πατρίδας του, για τα πολλά πρόσωπα της σύγχρονης Τουρκίας, που αίφνης μοιάζουν να συγκλίνουν σε ένα πορτρέτο από χρωματιστές ψηφίδες.

— Υπάρχουν πολλοί στην Τουρκία που δέχονται τη βυζαντινή κληρονομιά ως κομμάτι της τουρκικής ταυτότητας;

— Αφού αποφοίτησα ως αρχιτέκτων, μου πήρε τουλάχιστον δέκα χρόνια μέσα στην Κωνσταντινούπολη, μελετώντας την πολιτισμική της φυσιογνωμία και αναπνέοντας την αύρα της, για να αποκτήσω συνείδηση της ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής κληρονομιάς της. Πρέπει να έχει κανείς πολύ εκλεπτυσμένη μόρφωση και πλατιά πολιτισμικά κριτήρια για να βρει την πύλη εισόδου σε αυτόν τον κόσμο. Η εκπαίδευση που παρέχεται ακόμη και σε σχολές καλών τεχνών δεν επαρκεί για να εκτιμήσει κανείς αυτή τη διάσταση. Πρέπει να επιστρατεύσει κανείς μεγάλο πνευματικό κόπο για να τη νιώσει πραγματικά.

Βυζαντινή αύρα

— Είναι η Τουρκία η κατεξοχήν γεωγραφική κοιτίδα του Βυζαντίου και μετέπειτα των Οθωμανών;

— Η αυτοκρατορική αρχιτεκτονική του Βυζαντίου και των Οθωμανών σφραγίζει τη φυσιογνωμία της Κωνσταντινούπολης. Είναι πρώτη ύλη της πόλης. Στην Καππαδοκία, η βυζαντινή αύρα είναι επίσης ιδιαίτερα ισχυρή, αλλά εκεί μιλάμε κυρίως για τοιχογραφίες. Καθώς στην Τουρκία υπάρχει ένα παλίμψηστο από στρώματα λαών (της Αρχαίας Ανατολής, της Ρώμης, της Αρμενίας, των Σελτζούκων, κ.ο.κ.) χρειάζεται κανείς ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να ανακαλύψει τις ποιότητες και τις συγκριτικές δυνατότητες ανάμεσα σε αυτούς τους πολιτισμούς.

— Η δική σας προσέγγιση είναι περισσότερο καλλιτεχνική - αισθητική ή επιστημονική - ιστορική;

— Η προσέγγισή μου είναι κατά κύριο λόγο καλλιτεχνική. Και αισθητική. Επιδιώκω να δείξω στο κοινό της Κωνσταντινούπολης και οπουδήποτε αλλού αυτά τα αριστουργήματα και να τους βοηθήσω να αποκτήσουν συνείδηση της ύπαρξής τους. Μόνο με αυτή τη συνείδηση και την αγάπη του κόσμου έχει μέλλον η κληρονομιά.

Δεν είμαι ιστορικός

— Νιώθετε νοσταλγία για την εθνική πολυμορφία της παλιάς Τουρκίας;

— Το εργαστήριό μου βρίσκεται στην καρδιά της ιστορικής Κωνσταντινούπολης, στο Beyoglu, στο Πέρα, σε ένα παλιό αρχοντικό όπου επιβιώνει ακόμη η ατμόσφαιρα μίας ανομοιογενούς κοινωνίας. Στο παρελθόν θα πρέπει να υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία στα πλήθη, αλλά όλα αυτά συνέβαιναν πριν από την εποχή μου. Εκείνο που σήμερα έχει σημασία για μένα είναι η διαφορά και η ποικιλία να είναι έννοιες αποδεκτές και αυτονόητες στο μυαλό των ανθρώπων.

— Στο δικό σας μυαλό, πώς επιβιώνει το Βυζάντιο μέσα από τους Οθωμανούς;

— Δεν είμαι ιστορικός αλλά μελετώντας για πολλά χρόνια τον βυζαντινό και οθωμανικό κόσμο, πιστεύω ότι η βυζαντινή και οθωμανική κουλτούρα είναι ένα πολιτισμικό συνεχές. Πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι βυζαντινοί άρχοντες ζούσαν στην περιοχή της Προύσας και πάντρευαν τις θυγατέρες τους με Οθωμανούς πρίγκιπες. Εχω πεισθεί ότι αυτές οι ευγενείς γυναίκες επηρέασαν τους συζύγους τους ώστε να ακολουθήσουν τα πρότυπα πλούτου και αρχιτεκτονικής που έθετε η Κωνσταντινούπολη.

— Πώς χαρτογραφείτε τις αποστολές σας στην Τουρκία; Η Καππαδοκία, που αποτέλεσε θέμα του τελευταίου σας βιβλίου, είναι απλώς ένα σταθμός σε μία πορεία;

— Μόλις τελειώνω ένα πρότζεκτ, το μυαλό μου αναζητάει νέους δρόμους και η κερδισμένη εμπειρία μου ανοίγει πόρτες. Τώρα με απασχολεί η αρχαία πόλη της Εφέσου και οι θησαυροί της. Από εκεί θα οδηγηθώ στην Αφροδισία και στα περίφημα μαρμάρινα γλυπτά της.

— Υπάρχει ξεκάθαρη αστική κουλτούρα στην Τουρκία σήμερα;

— Βεβαίως, υπάρχει μία μοντέρνα και πολύκεντρη κοινότητα διανοουμένων αστών, η οποία είναι πολύ σημαντική για το μέλλον της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικά τα μητροπολιτικά κέντρα. Αλλά και οι αγροτικές περιοχές, οι παραδοσιακές κοινότητες πρέπει να διαφυλάξουν τον χαρακτήρα τους.

Καταγράφω την πολιτιστική κληρονομιά

— Δεν είναι η δουλειά σας τουρκοκεντρική;

— Η αποστολή μου είναι να συμβάλλω με τη δική μου εξασκημένη ματιά στο να καταγραφεί η πολιτιστική κληρονομιά με ένα πολύ δυναμικό και καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Μου αρέσει να δουλεύω στην Τουρκία, όπου υπάρχουν τόσα πολλά πολιτισμικά στρώματα, αλλά έχω κάνει την ίδια δουλειά και στην Ιαπωνία και στο Ιράν. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η τέχνη της Ασίας.

— Ποια είναι η ουσία του τουρκισμού σύμφωνα με τη δική σας εκτίμηση;

— Οι Τούρκοι στην πρώιμη εποχή τους, γύρω στον 6ο αιώνα στην Κεντρική Ασία, συνέβαλαν αποφασιστικά στη βουδιστική τέχνη και υπήρξαν επίσης σαμανιστές. Κινήθηκαν δυτικά προς την Ανατολία και ασπάστηκαν το Ισλάμ. Η εμφάνισή τους στην ευρωπαϊκή σκηνή σήμερα θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως μία παραλλαγή ενός ομογενούς θρησκευτικού οικοδομήματος. Αν πρέπει να δώσω έναν ορισμό για τον τουρκισμό θα έλεγα ότι πρέπει να εκπροσωπεί μία τάση για μία δυναμική νεολαία, που θα θέλει να πληροφορηθεί για την πολυπολιτισμική παρουσία που προηγήθηκε σε αυτά τα εδάφη.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ - Η πρώτη σύμβαση που ορίζει το καθεστώς της Εκκλησίας της Κρήτης


Του Κώστα Μπογδανίδη


Ντοκουμέντο για την Εκκλησία της Κρήτης


H ΣΥΜΒΑΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ-ΕΥΜΕΝΙΟΥ


Λίγο περισσότερο από ένα αιώνα ήρεμου και ενωτικού βίου διάγει η Εκκλησία της Κρήτης, η κατάσταση της οποίας ρυθμίστηκε με τον καταστατικό Νόμο 276 / 1900 της Κρητικής Πολιτείας. Ήταν αποτέλεσμα της σύμβασης που υπέγραψε εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο μητροπολίτης τότε Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης και εκ μέρους της Κρητικής Πολιτείας και του πρίγκιπα Γεωργίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σύμβουλος(υπουργός) επί της Δικαιοσύνης.


Η σύμβαση-ντοκουμέντο υπεγράφη στις 4 Αυγούστου 1900.


Με τη σύμβαση αυτή παγιώθηκε μία κατάσταση, που ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις ως σήμερα, σύμφωνα με τον καταστατικό νόμο 4149 / 1961 . Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας.


Με τον νόμο αυτόν καταργήθηκε οριστικά και η επισκοπή Χερρονήσου, η οποία επίσης προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Κρήτης.


Το 1962, με την πράξη 812 του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ αργότερα, με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967, η μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.


Η σύμβαση αυτή προέβλεπε:


“H A.B. Υψηλότης, ο Πρίγκηψ της Ελλάδος Γεώργιος Ύπατος Αρμοστής εν Κρήτη αφʼ ενός και αφʼ ετέρου η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επιθυμούντες να διακανονίσωσι τας μετά την επελθούσαν εν Κρήτη πολιτικήν μεταβολήν, σχέσεις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας προς την Κρητικήν Πολιτείαν, διώρισαν προς τον σκοπόν τούτον πληρεξουσίους των, ο μεν πρώτος τον επί της Δικαιοσύνης Σύμβουλον Κύριον Ελευθέριον Βενιζέλον, ο δε δεύτερος τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κρήτης Κύριον Ευμένιον, οίτινες συνελθόντες εν Ηρακλείω, σήμερον την 4ην του μηνός Αυγούστου του έτους 1900 συνωμολόγησαν τα επόμενα.


Άρθρον 1ον


Εν περιπτώσει χηρείας της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης ο μεν Ηγεμών καλεί ως Τοποτηρητήν της Μητροπόλεως ένα εκ των εν Κρήτη επισκόπων και προτείνει εκ των αυτών επισκόπων τρεις, η δε Ιερά Σύνοδος δια Κανονικών ψήφων εκλέγει τον ένα εκ των προτεινομένων ως Μητροπολίτην Κρήτης και αναγγέλλει τούτο εις τε τον Ηγεμόνα και την Επισκοπικήν Σύνοδον. Μετά την κανονικήν ταύτην εκλογήν του Μητροπολίτου γίνεται η εγκαθίδρυσις αυτού διʼ Ηγεμονικού Διατάγματος.


Άρθρον 2ον


Εν περιπτώσει χηρείας μιας των Επισκοπών της Νήσου Κρήτης ο Μητροπολίτης μετά της Επισκοπικής Συνόδου, εκλέγει τρεις υποψηφίους κληρικούς κεκτημένους τα ορισθησόμενα προσόντα και υποβάλλει τον κατάλογον αυτών τω Ηγεμόνι, όστις εκλέγει ένα, ον η Επαρχιακή Σύνοδος χειροτονεί ως Επίσκοπον. Μετά την χειροτονίαν ο Μητροπολίτης αναγέλλει ταύτην τω Ηγεμόνι προς έκδοσιν του σχετικού της εγκαθιδρύσεως Διατάγματος και γνωρίζει τούτο τη Εκκλησία.


Άρθρον 3ον


Ο Μητροπολίτης Κρήτης διατηρών την εν τω Συνταγματίω των Μητροπολιτών του Οικουμενικού θρόνου θέσιν αυτού, προσκαλούμενος εν τη σειρά αυτού θα παρακάθηται ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.


Άρθρον 4ον


Η Κρητική Πολιτεία γιγνώσκουσα τας ποικίλας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ανάγκας και επιθυμούσα να συντελή εις την εξοικονόμησιν αυτών κατά τι αναλαμβάνει να συνεισφέρη ετησίως χάριν αυτών εις το Πατριαρχικόν Ταμείον το ποσόν Δραχμών Τεσσάρων χιλιάδων.


Άρθρον 5ον


Η εν Κρήτη Εκκλησία φυλάττουσα απαραμείωτα τα Δόγματα και τας τυπικάς Διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ελευθέρα να κανονίση πάντα τα λοιπά κατʼ αυτήν εν κοινή συμπράξει μετά της Κρητικής Πολιτείας.


Άρθρον 6ον


Η παρούσα Σύμβασις θέλει υποβληθή εις την επικύρωσιν της Α.Β. ΥΨΗΛΟΤΗΤΟΣ και της Α.Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ και αι επικυρώσεις θέλουσιν ανταλλαχθή εντός δύο μηνών το βραδύτερον”.




Οι αλλαγές




Στις 25 Αυγούστου 1900 ο Μητροπολίτης Κρήτης έστειλε τη σύμβαση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Εʼ απάντησε για την επικύρωση της σύμβασης με το εξής γράμμα:


“... Ούτω τοίνυν επί μεν του σχεδίου της υπογραφησομένης επισήμου συμβάσεως-ενεκρίθησαν Συνοδικώς αι επόμεναι προσθήκαι και τροποποιήσεις. α. Μετά το τρίτον άρθρον αυτής εψηφίσθη ως τέταρτον τόδε. Ο Μητροπολίτης Κρήτης και πάντες οι Επίσκοποι της Νήσου τελούσι τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω τας νενομισμένας εκκλησιαστικάς αυτών δόσεις. β. Ως πέμπτον άρθρον της αυτής συμβάσεως ενεκρίθη το επόμενον. Αι δε εν τη Νήσω Κρήτη ιεραί Πατριαρχικαί και Σταυροπηγιακαί Μοναί διατηρούσαι την Σταυροπηγιακήν αυτών αξίαν μνημονεύουσιν εν αυταίς του Πατριαρχικού ονόματος. γ. Το τέταρτον άρθρον του σχεδίου της συμβάσεως ενεκρίθη ίνα τροποποιηθή ως εξής. Η Κρητική Πολιτεία αναλαμβάνει ινα απέναντι των νενομισμένων ετησίων δόσεων των εν Κρήτη ιερών Σταυροπηγιακών Μονών καταβάλλη ετησίως εις το Εθνικόν Ταμείον δραχμάς χρυσάς τετρακισχιλίας...”.


Μετά το γράμμα του Πατριάρχη τα δύο μέρη συνήλθαν στις 14 Οκτωβρίου 1900 στα Χανιά και επικύρωσαν την παρακάτω σύμβαση όπου αποδέχονται τις δύο από τις τρεις προτάσεις του Πατριαρχείου”.


ΠΗΓΕΣ:


- Οικουμενικό Πατριαρχείο


- Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης


- Θ. Δετοράκης


- Εκκλησιαστικά Κρήτης, Α. Νανάκη


- Βικι παιδεία
http://www.patris.gr/articles/91418/43238

Η πολυκύμαντη ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης


Η Εκκλησία της Κρήτης είναι Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία με καθεστώς ημιαυτονομίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διορίζει τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, η επαρχιακή σύνοδος των Μητροπολιτών της Κρήτης όμως αποφασίζει αυτόνομα για τα υπόλοιπα θέματα της Εκκλησίας της Κρήτης. Πλην του Αρχιεπισκόπου οι λοιποί Μητροπολίτες εκλέγονται και αυτοί από την επαρχιακή σύνοδο.
Με πράξη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (812/25ης Σεπτεμβρίου 1962), ο μητροπολίτης Κρήτης ονομάστηκε Αρχιεπίσκοπος ενώ η διοίκηση της Εκκλησίας Κρήτης ασκείται από την επαρχιακή σύνοδο, η οποία είναι το ανώτατο τοπικό όργανο και ασκεί εποπτεία σε όλους τους τομείς του εκκλησιστικού βίου τών μητροπόλεων, αναφέρεται όμως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως ημιαυτόνομη Εκκλησία.
Η Εκκλησία της Κρήτης αποτελείται από:
- την Αρχιεπισκοπή Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο και τις Μητροπόλεις Γορτύνης και Αρκαδίας με έδρα τις Μοίρες Ηρακλείου
- Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου με έδρα το Ρέθυμνο
- Κυδωνίας και Αποκορώνου με έδρα τα Χανιά
- Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων με έδρα το Σπήλι Ρεθύμνης
- Ιεραπύτνης και Σητείας με έδρα την Ιεράπετρα
- Πέτρας και Χερρονήσου με έδρα τη Νεάπολη Λασιθίου
- Κισάμου και Σελίνου με έδρα το Καστέλι Κισάμου
- Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου με έδρα το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου.
Η αρχή
Από τα πρώτα χρόνια εξάπλωσης του χριστιανισμού οργανώθηκε και η κρητική Εκκλησία με προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος) και κατείχε την ενδέκατη θέση ανάμεσα στις 64 αρχιεπισκοπές του Οικουμενικού Θρόνου .Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείτο " δωδεκάθρονος ".
Ωστόσο, η Τουρκοκρατία μετέβαλε και τη θρησκευτική κατάσταση στην Κρήτη. Μία από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της τουρκικής διοίκησης ήταν και η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην κρητική Εκκλησία. Χειροτονήθηκε ήδη από το 1647 μητροπολίτης Κρήτης ο Νεόφυτος Πατελλάρος, από την ιστορική μονή Αρκαδίου, και συγγενής του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Αθανασίου Γ' του Πατελλάρου. Η παραχώρηση αυτή, που ήταν βέβαια σύμφωνη με την πάγια πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποσκοπούσε συν τοις άλλοις και στον ψυχολογικό επηρεασμό των ορθοδόξων Κρητών, που θα έβλεπαν τώρα, για πρώτη φορά έπειτα από την μακρόχρονη περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, ορθόδοξους ιεράρχες στη νήσο.
Στον μητροπολίτη Κρήτης υπήγοντο τότε δώδεκα επισκοπές, που διατηρούσαν μάλιστα τα ιστορικά ονόματα :
Γορτύνης,
Κνωσού,
Αρκαδίας,
Χερρονήσου,
Αυλοποτάμου, Αγρίου (=Ρεθύμνης),
Λάμπης,
Κυδωνίας,
Ιεράς,
Πέτρας,
Σητείας και
Κισσάμου.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο αριθμός αυτός των επισκόπων κυμαίνεται από 10-12 και είναι ενδιαφέρον ότι λίγο πριν από το 1821 αναφέρεται και βοηθός του μητροπολίτη Κρήτης, που έχει τον τίτλο Διοπόλεως.
Μετά το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται " Κρήτης και πάσης Ευρώπης ". Είναι ο επίσημος τίτλος που φέρει και σήμερα. Στην επισκοπική του περιφέρεια είχε την αρχαία επισκοπή Γορτύνης, καθώς και την μακρινή επαρχία Σφακίων.Η επανάσταση του 1821 ήταν κομβικό σημείο για την Εκκλησία Κρήτης που αποκεφαλίστηκε. Στη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821 οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης Γεράσιμο Παρδάλη και πέντε επισκόπους : τον Κνωσού Νεόφυτο, τον Χερρονήσου Ιωακείμ, τον Λάμπης Ιερόθεο, τον Σητείας Ζαχαρία και τον τιτουλάριο επίσκοπο Διοπόλεως Καλλίνικο. Για δύο και περισσότερα χρόνια η Εκκλησία Κρήτης έμεινε και πάλι ακέφαλη.
Το 1823 με άδεια του σουλτάνου Μαχμούτ Δ', το Πατριαρχείο χειροτόνησε μητροπολίτη Κρήτης τον Καλλίνικο τον εξ Αγχιάλου (1823-1830) και προσάρτησε στη μητρόπολη την επισκοπή Κνωσού, που έτσι καταργήθηκε.Επί του μητροπολίτη Κρήτης Μελετίου Α' Νικολετάκη (1830-1834) οι επισκοπές της Κρήτης συγχωνεύτηκαν σε 5, λόγω της μεγάλης ελάττωσης του πληθυσμού. Με τη μητρόπολη συγχωνεύτηκαν οι πρώην επισκοπές Κνωσού, Λάμπης και Χερρονήσου. Το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στην μητρόπολη-ανασυστήθηκε μόλις τα τελευταία χρόνια.